Ανδρεϊκή και ανδρεικελική ομοιοτυπία
Οι επερχόμενες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν και πρέπει να έχουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Με την ψήφο τους οι πολίτες να προσδιορίσουν τον τύπο του πολιτεύματος: Θέλουν δημοκρατία ή κομματοκρατία;
Αν θέλουν δημοκρατία, ας περισώσουν αυτή τη φορά με την ψήφο τους τη θεμελιώδη προϋπόθεση της δημοκρατίας: τη διάκριση των εξουσιών. Ξέρουν από άμεση πείρα οι πολίτες ότι τοπική αυτοδιοίκηση υποταγμένη σε κεντρικές κομματικές ντιρεχτίβες σημαίνει την έτοιμη ραχοκοκαλιά κομματικού κράτους. Ξέρουν ότι τα κόμματα στην Ελλάδα δεν έχουν την παραμικρή σχέση με ό,τι προβλέπει για τον ρόλο τους η πολιτική θεωρία της «αντιπροσωπευτικής» δημοκρατίας. Τα κόμματα σήμερα είναι συντεχνίες επαγγελματιών της εξουσίας, οργανωμένες συσπειρώσεις συμφερόντων. Στόχος τους είναι η μονοπώληση της εξουσίας, ο ολοκληρωτικός έλεγχος κάθε πτυχής του συλλογικού βίου. Γι’ αυτό και κάθε αντίσταση στην κομματοκρατία είναι κέρδος για τη δημοκρατία, προάσπιση των κοινωνικών προτεραιοτήτων, των αναγκών του πολίτη.
Κάθε υποψήφιος για την τοπική αυτοδιοίκηση που έχει κομματικό χρίσμα επιβεβαιώνει εθελούσια την απαίτηση των κομματικών συντεχνιών να ελέγχουν ολοκληρωτικά τη χώρα, να προηγείται η κομματική σκοπιμότητα των αναγκών κάθε τοπικής κοινωνίας. Οι υποψήφιοι με κομματικό χρίσμα είναι χλεύη της δημοκρατίας, απειλή της δημοκρατίας. Απαιτούν από τους πολίτες την εθελόδουλη υποταγή στη νοοτροπία του λακέ, του ραγιά: να βάζουν πρώτο το συμφέρον του αφεντικού, τα παιχνίδια εξουσίας αδίστακτων επαγγελματιών, και σε δεύτερη μοίρα τη δική τους αξιοπρέπεια, την ποιότητα της ζωής τους.
Δεν μοιάζει να υπάρχει Έλληνας σήμερα που να μην έχει πεισθεί για την ανικανότητα, την προκλητική ιδιοτέλεια, τη φαυλότητα των υπαρχόντων κομμάτων – η οργή, η αηδία, η πίκρα των πολιτών κατακλύζει τη χώρα. Και στις εκλογές τις αυτοδιοικητικές η έκφραση της αποδοκιμασίας δεν χρειάζεται την (αμφίβολης αποτελεσματικότητας) λευκή ψήφο ή αποχή. Τώρα η απέχθεια έχει γόνιμη διέξοδο: Αποκλείει τους μολυσματικούς κεχρισμένους, εμπιστεύεται τους τίμια ασυμβίβαστους και από σεμνή αξιοσύνη ακομμάτιστους.
Επιτέλους, τι περισσότερο θέλουμε να δούμε για να βγάλουμε τις συνέπειες της κοινής αγανάκτησης για τα κόμματα; Υπερχρέωσαν εφιαλτικά το κράτος εξαγοράζοντας ψήφους με διορισμούς, επιδοτήσεις, χαριστικές «προμήθειες», ασύδοτες παροχές. Καταλήστευσαν το δημόσιο ταμείο και τους πακτωλούς των «πακέτων» της Ε.Ε. για να στήσουν το δικό του κάθε κόμμα πελατειακό κράτος, αστρονομικού κόστους μηχανισμούς επανεκλογής τους. Διαγούμισαν τα ασφαλιστικά ταμεία, την υποχρεωτική αποταμίευση κάθε βιοπαλαιστή. Εμπορεύτηκαν, με ληστρικές υπερτιμολογήσεις και «λίστες» εξαίρεσης από μειοδοτικούς διαγωνισμούς, ακόμα και ιατρικά είδη, οι αθεόφοβοι. Και πόσα ακόμα εγκλήματα ειδεχθή, με εξασφαλισμένη θεσμικά την ατιμωρησία.
Τελικά οδήγησαν την Ελλάδα στην οικονομική καταστροφή. Και πώς την αντιμετώπισαν; Κατακρεούργησαν μισθούς και συντάξεις, οι μικροεπιχειρήσεις και τα καταστήματα κλείνουν με ρυθμούς πρωτόγνωρους, η ανεργία έγινε κύμα κατακλυσμικό, οι έμμεσοι φόροι απάνθρωπης αδικίας χαράτσι, η νεολαία δίχως παραμικρή προοπτική, σε απόγνωση. Το ελληνικό (κοινό όλων μας) όνομα το κατάντησαν περίγελο σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κάθε κυβέρνηση πλαστογραφούσε, όπως οι κοινοί απατεώνες, τα στοιχεία που της ζητούσαν οι Βρυξέλλες και στη συνέχεια, από διεθνή μπαλκόνια, κατάγγελνε το προκάτοχο της εξουσίας κόμμα για ψεύτικα στοιχεία και τεχνάσματα.
Φυσικό ήταν οι δανειστές μας να εκμεταλλευτούν την οικονομική μας χρεοκοπία, τον διεθνή διασυρμό της αξιοπιστίας μας: Εστησαν «Τρόικα» πατρωνείας να τιθασεύσει την κομματική φαυλότητα, να δεσμεύσει τους κομματανθρώπους με τις υπογραφές τους σε «Μνημόνιο».
Χωρίς, όμως, να λογαριάσουν οι πάτρωνες την πανουργία της κομματικής ατσιδοσύνης: Έτσι, η τρίτη γενιά του παπανδρεϊσμού κατάφερε, με άψογη επιδεξιότητα, να φορτώσει στην πιο αδύναμη μερίδα της κοινωνίας τα «σπασμένα» της αφροσύνης των κομμάτων. Μας κρατάνε ομήρους παζαρεύοντας την παράταση της παντοδυναμίας τους.
Στις δημοσκοπήσεις η συντριπτική, σαρωτική πλειοψηφία των πολιτών δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται πια κανένα κόμμα, η γενικευμένη αγανάκτηση και αηδία φτάνει σε ποσοστά απίστευτα. Όμως, μπροστά στην κάλπη ο φόβος της ανασφάλειας γεννάει τον στερεότυπο συμβιβασμό: «δεν έχουμε κάτι καλύτερο να ψηφίσουμε, αυτά τα κόμματα παράγει η κοινωνία μας, αυτά συνιστούν τη δημοκρατία μας». Και συνεχίζουμε «να μεταλλάσσωμεν τυράννους», όπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης πριν από 118 χρόνια.
Αλλά ο συλλογισμός «αυτούς έχουμε, αυτούς ψηφίζουμε» είναι τουλάχιστον αφελής και στις αυτοδιοικητικές εκλογές ούτε για τους αφελείς ισχύει. Διότι υπάρχουν υποψήφιοι με κομματικό χρίσμα, υπάρχουν και οι τίμια ακομμάτιστοι. Συνήθως το κομματικό χρίσμα δίνεται σε φανταχτερούς, με εντυπωσιακή «αναγνωρισιμότητα» γόητες του πλήθους (μπασκετμπολίστες, προπονητές, ηθοποιούς τηλεοπτικών «σειρών», πρώην καλλονές, πρόσωπα με θητεία στη δημοσιότητα έστω και παταγωδώς αποτυχημένη). Ο πολίτης που έχει συνειδητοποιήσει ότι η κομματοκρατία είναι συμφορά για τον ίδιο και για την πατρίδα θα ξέρει να αναγνωρίσει στη «γοητεία» των κεχρισμένων το στίγμα απειλητικής λοιμικής.
Αυτή τη φορά καλούμαστε να ψηφίσουμε διαχειριστές καινούργιων θεσμών αυτοδιοίκησης. Η κομματοκρατία αποφασίζει για τους θεσμούς ερήμην των πολιτών και για τη διαχείριση των θεσμών μεθοδεύει την υφαρπαγή της ψήφου μας. Η προηγούμενη γενιά του παπανδρεϊσμού, η ανδρεϊκή, επέβαλε τον «Καποδίστρια», η τωρινή, η ανδρεικελική, μας καπελώνει με τον «Καλλικράτη». Και στις δύο περιπτώσεις κίνητρο και κριτήριο δεν ήταν οι ανάγκες, οι ιδιαιτερότητες, οι ιστορικοί εθισμοί της κοινωνίας των Ελλήνων. Ο τεμαχισμός της χώρας, και τις δύο φορές, σε αυθαίρετα μερίσματα έγινε, αποκλειστικά και ομολογημένα, για να εξυπηρετηθούν ελπιζόμενα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης και ασφυκτικότερος συγκεντρωτικός έλεγχος της χώρας από το εκάστοτε κομματικό κράτος. Πειθαρχούμε δήθεν στα μοντέλα αυτοδιοίκησης που λανσάρει η Ε.Ε. αποκεντρώνοντας όχι την εξουσία, αλλά την κατακλυσμική διαφθορά και φαυλότητα, πολλαπλασιάζοντας τα ερείσματα της κομματοκρατίας.
Ο Ελληνισμός έζησε τρεις χιλιάδες χρόνια χάρη στο μοντέλο της πόλης - κράτους, της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, που ο ίδιος γέννησε – το αποδείχνει ο τεχνοκράτης Κων. Καραβίδας, που πολλοί τιμούν και ελάχιστοι καταλαβαίνουν. Η πόλη «εάλω», η γλώσσα «απέσβετο», η εκκλησία αλλοτριώθηκε σε θρησκεία. Ζούμε το ιστορικό μας τέλος, αλλά όχι ηρωικά. Απλώς παρακολουθούμε, δίχως επίγνωση, την κηδεία μας.
Tου Χρήστου Γιανναρά
Αν θέλουν δημοκρατία, ας περισώσουν αυτή τη φορά με την ψήφο τους τη θεμελιώδη προϋπόθεση της δημοκρατίας: τη διάκριση των εξουσιών. Ξέρουν από άμεση πείρα οι πολίτες ότι τοπική αυτοδιοίκηση υποταγμένη σε κεντρικές κομματικές ντιρεχτίβες σημαίνει την έτοιμη ραχοκοκαλιά κομματικού κράτους. Ξέρουν ότι τα κόμματα στην Ελλάδα δεν έχουν την παραμικρή σχέση με ό,τι προβλέπει για τον ρόλο τους η πολιτική θεωρία της «αντιπροσωπευτικής» δημοκρατίας. Τα κόμματα σήμερα είναι συντεχνίες επαγγελματιών της εξουσίας, οργανωμένες συσπειρώσεις συμφερόντων. Στόχος τους είναι η μονοπώληση της εξουσίας, ο ολοκληρωτικός έλεγχος κάθε πτυχής του συλλογικού βίου. Γι’ αυτό και κάθε αντίσταση στην κομματοκρατία είναι κέρδος για τη δημοκρατία, προάσπιση των κοινωνικών προτεραιοτήτων, των αναγκών του πολίτη.
Κάθε υποψήφιος για την τοπική αυτοδιοίκηση που έχει κομματικό χρίσμα επιβεβαιώνει εθελούσια την απαίτηση των κομματικών συντεχνιών να ελέγχουν ολοκληρωτικά τη χώρα, να προηγείται η κομματική σκοπιμότητα των αναγκών κάθε τοπικής κοινωνίας. Οι υποψήφιοι με κομματικό χρίσμα είναι χλεύη της δημοκρατίας, απειλή της δημοκρατίας. Απαιτούν από τους πολίτες την εθελόδουλη υποταγή στη νοοτροπία του λακέ, του ραγιά: να βάζουν πρώτο το συμφέρον του αφεντικού, τα παιχνίδια εξουσίας αδίστακτων επαγγελματιών, και σε δεύτερη μοίρα τη δική τους αξιοπρέπεια, την ποιότητα της ζωής τους.
Δεν μοιάζει να υπάρχει Έλληνας σήμερα που να μην έχει πεισθεί για την ανικανότητα, την προκλητική ιδιοτέλεια, τη φαυλότητα των υπαρχόντων κομμάτων – η οργή, η αηδία, η πίκρα των πολιτών κατακλύζει τη χώρα. Και στις εκλογές τις αυτοδιοικητικές η έκφραση της αποδοκιμασίας δεν χρειάζεται την (αμφίβολης αποτελεσματικότητας) λευκή ψήφο ή αποχή. Τώρα η απέχθεια έχει γόνιμη διέξοδο: Αποκλείει τους μολυσματικούς κεχρισμένους, εμπιστεύεται τους τίμια ασυμβίβαστους και από σεμνή αξιοσύνη ακομμάτιστους.
Επιτέλους, τι περισσότερο θέλουμε να δούμε για να βγάλουμε τις συνέπειες της κοινής αγανάκτησης για τα κόμματα; Υπερχρέωσαν εφιαλτικά το κράτος εξαγοράζοντας ψήφους με διορισμούς, επιδοτήσεις, χαριστικές «προμήθειες», ασύδοτες παροχές. Καταλήστευσαν το δημόσιο ταμείο και τους πακτωλούς των «πακέτων» της Ε.Ε. για να στήσουν το δικό του κάθε κόμμα πελατειακό κράτος, αστρονομικού κόστους μηχανισμούς επανεκλογής τους. Διαγούμισαν τα ασφαλιστικά ταμεία, την υποχρεωτική αποταμίευση κάθε βιοπαλαιστή. Εμπορεύτηκαν, με ληστρικές υπερτιμολογήσεις και «λίστες» εξαίρεσης από μειοδοτικούς διαγωνισμούς, ακόμα και ιατρικά είδη, οι αθεόφοβοι. Και πόσα ακόμα εγκλήματα ειδεχθή, με εξασφαλισμένη θεσμικά την ατιμωρησία.
Τελικά οδήγησαν την Ελλάδα στην οικονομική καταστροφή. Και πώς την αντιμετώπισαν; Κατακρεούργησαν μισθούς και συντάξεις, οι μικροεπιχειρήσεις και τα καταστήματα κλείνουν με ρυθμούς πρωτόγνωρους, η ανεργία έγινε κύμα κατακλυσμικό, οι έμμεσοι φόροι απάνθρωπης αδικίας χαράτσι, η νεολαία δίχως παραμικρή προοπτική, σε απόγνωση. Το ελληνικό (κοινό όλων μας) όνομα το κατάντησαν περίγελο σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κάθε κυβέρνηση πλαστογραφούσε, όπως οι κοινοί απατεώνες, τα στοιχεία που της ζητούσαν οι Βρυξέλλες και στη συνέχεια, από διεθνή μπαλκόνια, κατάγγελνε το προκάτοχο της εξουσίας κόμμα για ψεύτικα στοιχεία και τεχνάσματα.
Φυσικό ήταν οι δανειστές μας να εκμεταλλευτούν την οικονομική μας χρεοκοπία, τον διεθνή διασυρμό της αξιοπιστίας μας: Εστησαν «Τρόικα» πατρωνείας να τιθασεύσει την κομματική φαυλότητα, να δεσμεύσει τους κομματανθρώπους με τις υπογραφές τους σε «Μνημόνιο».
Χωρίς, όμως, να λογαριάσουν οι πάτρωνες την πανουργία της κομματικής ατσιδοσύνης: Έτσι, η τρίτη γενιά του παπανδρεϊσμού κατάφερε, με άψογη επιδεξιότητα, να φορτώσει στην πιο αδύναμη μερίδα της κοινωνίας τα «σπασμένα» της αφροσύνης των κομμάτων. Μας κρατάνε ομήρους παζαρεύοντας την παράταση της παντοδυναμίας τους.
Στις δημοσκοπήσεις η συντριπτική, σαρωτική πλειοψηφία των πολιτών δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται πια κανένα κόμμα, η γενικευμένη αγανάκτηση και αηδία φτάνει σε ποσοστά απίστευτα. Όμως, μπροστά στην κάλπη ο φόβος της ανασφάλειας γεννάει τον στερεότυπο συμβιβασμό: «δεν έχουμε κάτι καλύτερο να ψηφίσουμε, αυτά τα κόμματα παράγει η κοινωνία μας, αυτά συνιστούν τη δημοκρατία μας». Και συνεχίζουμε «να μεταλλάσσωμεν τυράννους», όπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης πριν από 118 χρόνια.
Αλλά ο συλλογισμός «αυτούς έχουμε, αυτούς ψηφίζουμε» είναι τουλάχιστον αφελής και στις αυτοδιοικητικές εκλογές ούτε για τους αφελείς ισχύει. Διότι υπάρχουν υποψήφιοι με κομματικό χρίσμα, υπάρχουν και οι τίμια ακομμάτιστοι. Συνήθως το κομματικό χρίσμα δίνεται σε φανταχτερούς, με εντυπωσιακή «αναγνωρισιμότητα» γόητες του πλήθους (μπασκετμπολίστες, προπονητές, ηθοποιούς τηλεοπτικών «σειρών», πρώην καλλονές, πρόσωπα με θητεία στη δημοσιότητα έστω και παταγωδώς αποτυχημένη). Ο πολίτης που έχει συνειδητοποιήσει ότι η κομματοκρατία είναι συμφορά για τον ίδιο και για την πατρίδα θα ξέρει να αναγνωρίσει στη «γοητεία» των κεχρισμένων το στίγμα απειλητικής λοιμικής.
Αυτή τη φορά καλούμαστε να ψηφίσουμε διαχειριστές καινούργιων θεσμών αυτοδιοίκησης. Η κομματοκρατία αποφασίζει για τους θεσμούς ερήμην των πολιτών και για τη διαχείριση των θεσμών μεθοδεύει την υφαρπαγή της ψήφου μας. Η προηγούμενη γενιά του παπανδρεϊσμού, η ανδρεϊκή, επέβαλε τον «Καποδίστρια», η τωρινή, η ανδρεικελική, μας καπελώνει με τον «Καλλικράτη». Και στις δύο περιπτώσεις κίνητρο και κριτήριο δεν ήταν οι ανάγκες, οι ιδιαιτερότητες, οι ιστορικοί εθισμοί της κοινωνίας των Ελλήνων. Ο τεμαχισμός της χώρας, και τις δύο φορές, σε αυθαίρετα μερίσματα έγινε, αποκλειστικά και ομολογημένα, για να εξυπηρετηθούν ελπιζόμενα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης και ασφυκτικότερος συγκεντρωτικός έλεγχος της χώρας από το εκάστοτε κομματικό κράτος. Πειθαρχούμε δήθεν στα μοντέλα αυτοδιοίκησης που λανσάρει η Ε.Ε. αποκεντρώνοντας όχι την εξουσία, αλλά την κατακλυσμική διαφθορά και φαυλότητα, πολλαπλασιάζοντας τα ερείσματα της κομματοκρατίας.
Ο Ελληνισμός έζησε τρεις χιλιάδες χρόνια χάρη στο μοντέλο της πόλης - κράτους, της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, που ο ίδιος γέννησε – το αποδείχνει ο τεχνοκράτης Κων. Καραβίδας, που πολλοί τιμούν και ελάχιστοι καταλαβαίνουν. Η πόλη «εάλω», η γλώσσα «απέσβετο», η εκκλησία αλλοτριώθηκε σε θρησκεία. Ζούμε το ιστορικό μας τέλος, αλλά όχι ηρωικά. Απλώς παρακολουθούμε, δίχως επίγνωση, την κηδεία μας.
Tου Χρήστου Γιανναρά
Ετικέτες
Γιανναράς Χρήστος
Δοκιμάστε τον χρόνο αντίδρασής σας
Το εγχειρίδιο οδήγησης αναφέρει ότι ο μέσος χρόνος αντίδρασης των οδηγών είναι: 0.75 δευτερόλεπτα... ή αλλιώς, το μήκος ενός αυτοκινήτου για κάθε 15 χλμ την ώρα...
Δοκιμάστε με το παρακάτω τεστ τον δικό σας μέσο χρόνο αντίδρασης. Προσέξτε όμως!! Μπορεί να κολλήσετε...
Κάντε κλικ εδώ και... καλή τύχη!!!
Υ.Γ.
Οδηγίες χρήσης παιχνιδιού: Με το που δείτε το πρόβατο να τρέχει πατήστε το κουμπί με την αναισθητική ένεση για να το σταματήσετε. Θα πρέπει να σταματήσετε συνολικά 5 πρόβατα. Αν πατήσετε το κουμπί νωρίτερα, τότε σας καταλογίζεται ένα πέναλτυ 3 δευτερολέπτων.
Δοκιμάστε με το παρακάτω τεστ τον δικό σας μέσο χρόνο αντίδρασης. Προσέξτε όμως!! Μπορεί να κολλήσετε...
Κάντε κλικ εδώ και... καλή τύχη!!!
Υ.Γ.
Οδηγίες χρήσης παιχνιδιού: Με το που δείτε το πρόβατο να τρέχει πατήστε το κουμπί με την αναισθητική ένεση για να το σταματήσετε. Θα πρέπει να σταματήσετε συνολικά 5 πρόβατα. Αν πατήσετε το κουμπί νωρίτερα, τότε σας καταλογίζεται ένα πέναλτυ 3 δευτερολέπτων.
Ετικέτες
Διασκέδαση
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 2ης ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ Β’ ΕΠΙΠΕΔΟΥ
Γίνεται γνωστό ότι η επόμενη (2η) περίοδος επιμόρφωσης εκπαιδευτικών στο πλαίσιο της Πράξης «Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για την αξιοποίηση και εφαρμογή των ΤΠΕ στη διδακτική πράξη» του Ε.Π. «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του ΕΣΠΑ (2007-2013), για τη σχολική χρονιά 2010-2011, προβλέπεται να υλοποιηθεί στο διάστημα Δεκεμβρίου 2010 – Μαΐου 2011.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό ενεργειών της Πράξης για τη 2η περίοδο επιμόρφωσης, προβλέπονται τα παρακάτω έως την έναρξη των μαθημάτων στα Κέντρα Στήριξης Επιμόρφωσης (ΚΣΕ):
- Στο πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 2010, ολοκλήρωση της διαδικασίας εμπλουτισμού και επικαιροποίησης του Μητρώου ΚΣΕ, περιλαμβανομένων των τεχνικών ελέγχων υποδομών.
- Στο δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 2010, υποβολή αιτήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τα ΚΣΕ για την υλοποίηση προγραμμάτων επιμόρφωσης β’ επιπέδου στο πλαίσιο της επικείμενης δεύτερης περιόδου (ηλεκτρονικά μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος της Πράξης) και επιλογή (μέσα από διαδικασία κλήρωσης), ικανού αριθμού ΚΣΕ που θα υλοποιήσουν τον προβλεπόμενο αριθμό προγραμμάτων επιμόρφωσης ανά κλάδο και διεύθυνση εκπαίδευσης.
- Στο τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 2010, υποβολή προγραμμάτων από τα ΚΣΕ που κληρώθηκαν να υλοποιήσουν προγράμματα κατά τη 2η περίοδο επιμόρφωσης (ηλεκτρονικά μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος της Πράξης)
- Εντός του Νοεμβρίου 2010, υποβολή αιτήσεων συμμετοχής εκπαιδευτικών, κλήρωση και κατανομή εκπαιδευτικών στα προγράμματα επιμόρφωσης, ανακοίνωση αποτελεσμάτων (ηλεκτρονικά μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος της Πράξης) και εγγραφές.
- Εκτιμώμενη ημερομηνία έναρξης μαθημάτων: 1η Δεκεμβρίου 2010
Για άμεση ενημέρωση σχετικά με τις παραπάνω δράσεις και τις ακριβείς ημερομηνίες υποβολής αιτήσεων κλπ., καθώς και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τη διεξαγωγή των προγραμμάτων, οι ενδιαφερόμενοι (υποψήφιοι επιμορφούμενοι εκπαιδευτικοί, επιμορφωτές β’ επιπέδου, ΚΣΕ κ.α.) παρακαλούνται να επισκέπτονται τον υποστηρικτικό κόμβο του έργου «Πύλη Ενημέρωσης και Συνεργασίας Β’ Επιπέδου», στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
ώστε να παρακολουθούν τις ανακοινώσεις που δημοσιεύονται εκεί και να υποβάλουν τυχόν ερωτήματα στο ηλεκτρονικό help desk της Πράξης.
Ετικέτες
επιμόρφωση Β΄ επιπέδου
Ποιους ενοχλεί η περιβαλλοντική εκπαίδευση;
Η υπόθεση των κλειστών Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης αναδεικνύει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Σίγουρα προτεραιότητα της κυβέρνησης δεν είναι η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, η οποία προφανώς θεωρείται «πάρεργο», περιττή πολυτέλεια από μια κυβέρνηση που στις προεκλογικές της εξαγγελίες έταζε «πράσινη» ανάπτυξη και άλλα παρόμοια.
Είναι όμως περιττή πολυτέλεια η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην εποχή της λειψυδρίας, των καταστροφικών πυρκαγιών και της κλιματικής αλλαγής; Πρέπει μήπως να περιμένουμε την …έλευση του σοσιαλισμού (!) για να κάνουμε Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, όπως σοβαρά – σοβαρά διατείνονται ορισμένοι; Και μέχρι τότε να ζούμε μέσα στα σκουπίδια και το νέφος, να σπαταλάμε πόρους, να ζούμε σε πόλεις πηγμένες στο τσιμέντο και τα ΙΧ δίχως ίχνος πράσινου; Γιατί μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα πολιτικών αποφάσεων όλα αυτά, αλλά υπάρχουν και ζητήματα οικολογικής συνείδησης και τρόπου ζωής που επηρεάζουν και τις πολιτικές αποφάσεις.
Θυμίζει το κλασικό ερώτημα «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;».
Κι όμως, τα κινήματα των πολιτών για πράσινο, ποδηλατόδρομους, ελεύθερους χώρους, προστασία της φύσης και των δικαιωμάτων αλλάζουν καθημερινά την πόλη και την κοινωνία. Αλλάζουν συνειδήσεις, διεκδικούν δικαιώματα και χώρους και την εφαρμογή ιδεών, βοηθώντας την ωρίμανση της σκέψης της τοπικής κοινωνίας. Τα Χανιά ήταν η πρώτη πόλη της Κρήτης που στράφηκε στην ανακύκλωση, κι αυτό δεν ήταν απόφαση πολιτική από τα πάνω, ήταν πρώτα απ’ όλα διεκδίκηση του οικολογικού κινήματος που ξεπήδησε από την υπόθεση του Κουρουπητού. Η πολιτική απόφαση του Δήμου ήρθε ως αποτέλεσμα χρόνων πίεσης και διεκδίκησης. Είναι σημαντικός λοιπόν ο ρόλος των ενεργών πολιτών που διαθέτουν κριτική σκέψη, που οργανώνονται δημοκρατικά και διεκδικούν συστηματικά μια ιδέα, ένα δικαίωμα.
Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση δουλεύει η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενεργών πολιτών που διαθέτουν κριτική σκέψη, που ερευνούν, συζητάνε, οργανώνονται και διεκδικούν, αλλάζοντας την κοινωνία, τον τόπο όπου ζουν.
Κι αποδεικνύεται, με τη φετινή περιπέτεια της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, ότι 18 χρόνια μετά την επίσημη αναγνώρισή της από την Πολιτεία στην Ελλάδα, παραμένει ριζοσπαστική κι επικίνδυνη για ένα σύστημα που απεχθάνεται τα κινήματα και τους ενεργούς πολίτες, για ένα σύστημα που προτιμά την παπαγαλία από την κριτική σκέψη, για ένα σύστημα που καθηλώνει τους μαθητές σε μια καρέκλα για έξι ή οχτώ ώρες καθημερινά, ενώ η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση τους καλεί να βγουν από τους τέσσερις τοίχους της τάξης, να περάσουν τα κάγκελα της αυλής, να πάνε στο γειτονικό πάρκο, στη γειτονιά, στη λίμνη και το ποτάμι, να μιλήσουν με ειδικούς και μη ειδικούς, να ακούσουν διαφορετικές γνώμες, να ψάξουν κι άλλες πηγές πληροφόρησης εκτός από το επίσημα εγκεκριμένο άνωθεν σχολικό βιβλίο. Όταν η κυρίαρχη παιδαγωγική καλεί τους μαθητές να μη μιλάνε, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση τους ζητάει να εκφραστούν, να πουν τη γνώμη τους, να συζητήσουν.
Σε ένα σχολείο που κυριαρχούν οι εξετάσεις και η αποθέωση της αποθήκευσης ολοένα και περισσότερων γνώσεων, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση παραμένει επικίνδυνη αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι μπορεί να υπάρχει γνώση χωρίς βαθμολογίες κι εξετάσεις, ότι η μάθηση μπορεί να είναι παιχνίδι, χαρά, δημιουργία.
Καμιά ολοκληρωτική σκέψη δεν μπορεί να το δεχτεί αυτό. Εκείνοι που θέλουν να ελέγχουν τους πολίτες, να τους άγουν και να τους φέρουν αναπαράγοντας τη δική τους εξουσία επάνω τους, δε θέλουν κριτική σκέψη, δε θέλουν ενεργούς πολίτες, θέλουν αυστηρή πειθαρχία, θέλουν την παραμικρή χαρά κι επιβράβευση να είναι αποτέλεσμα πόνου και καταναγκασμού. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση δεν τους κάνει αυτή τη χάρη.
Ποιους ενοχλεί λοιπόν η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση; Μήπως εκείνους που θέλουν άβουλους αντί για ενεργούς πολίτες; Μήπως εκείνους που δε θέλουν οι πολίτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους; Μήπως εκείνους που θέλουν να ιδιοποιηθούν τον ελεύθερο χώρο, το πάρκο, το δάσος για το ατομικό τους κέρδος; Μήπως εκείνους που θέλουν να χτίσουν κάθε τετραγωνικό στις παραλίες; Μήπως εκείνους που ρυπαίνουν θάλασσες και ποτάμια; Μήπως εκείνους που δε θέλουν τα παιδιά, ως αυριανοί πολίτες, να μάθουν το μυστικό, ότι, ναι, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, μαζί με άλλους, συζητώντας και διεκδικώντας, κι αυτό είναι κάτι που κάνουν καθημερινά εκατοντάδες κινήματα πολιτών, στην πόλη μας, στη χώρα μας, στον κόσμο όλο;
Φώτης Ποντικάκης
Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Χανίων
Είναι όμως περιττή πολυτέλεια η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην εποχή της λειψυδρίας, των καταστροφικών πυρκαγιών και της κλιματικής αλλαγής; Πρέπει μήπως να περιμένουμε την …έλευση του σοσιαλισμού (!) για να κάνουμε Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, όπως σοβαρά – σοβαρά διατείνονται ορισμένοι; Και μέχρι τότε να ζούμε μέσα στα σκουπίδια και το νέφος, να σπαταλάμε πόρους, να ζούμε σε πόλεις πηγμένες στο τσιμέντο και τα ΙΧ δίχως ίχνος πράσινου; Γιατί μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα πολιτικών αποφάσεων όλα αυτά, αλλά υπάρχουν και ζητήματα οικολογικής συνείδησης και τρόπου ζωής που επηρεάζουν και τις πολιτικές αποφάσεις.
Θυμίζει το κλασικό ερώτημα «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;».
Κι όμως, τα κινήματα των πολιτών για πράσινο, ποδηλατόδρομους, ελεύθερους χώρους, προστασία της φύσης και των δικαιωμάτων αλλάζουν καθημερινά την πόλη και την κοινωνία. Αλλάζουν συνειδήσεις, διεκδικούν δικαιώματα και χώρους και την εφαρμογή ιδεών, βοηθώντας την ωρίμανση της σκέψης της τοπικής κοινωνίας. Τα Χανιά ήταν η πρώτη πόλη της Κρήτης που στράφηκε στην ανακύκλωση, κι αυτό δεν ήταν απόφαση πολιτική από τα πάνω, ήταν πρώτα απ’ όλα διεκδίκηση του οικολογικού κινήματος που ξεπήδησε από την υπόθεση του Κουρουπητού. Η πολιτική απόφαση του Δήμου ήρθε ως αποτέλεσμα χρόνων πίεσης και διεκδίκησης. Είναι σημαντικός λοιπόν ο ρόλος των ενεργών πολιτών που διαθέτουν κριτική σκέψη, που οργανώνονται δημοκρατικά και διεκδικούν συστηματικά μια ιδέα, ένα δικαίωμα.
Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση δουλεύει η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενεργών πολιτών που διαθέτουν κριτική σκέψη, που ερευνούν, συζητάνε, οργανώνονται και διεκδικούν, αλλάζοντας την κοινωνία, τον τόπο όπου ζουν.
Κι αποδεικνύεται, με τη φετινή περιπέτεια της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, ότι 18 χρόνια μετά την επίσημη αναγνώρισή της από την Πολιτεία στην Ελλάδα, παραμένει ριζοσπαστική κι επικίνδυνη για ένα σύστημα που απεχθάνεται τα κινήματα και τους ενεργούς πολίτες, για ένα σύστημα που προτιμά την παπαγαλία από την κριτική σκέψη, για ένα σύστημα που καθηλώνει τους μαθητές σε μια καρέκλα για έξι ή οχτώ ώρες καθημερινά, ενώ η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση τους καλεί να βγουν από τους τέσσερις τοίχους της τάξης, να περάσουν τα κάγκελα της αυλής, να πάνε στο γειτονικό πάρκο, στη γειτονιά, στη λίμνη και το ποτάμι, να μιλήσουν με ειδικούς και μη ειδικούς, να ακούσουν διαφορετικές γνώμες, να ψάξουν κι άλλες πηγές πληροφόρησης εκτός από το επίσημα εγκεκριμένο άνωθεν σχολικό βιβλίο. Όταν η κυρίαρχη παιδαγωγική καλεί τους μαθητές να μη μιλάνε, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση τους ζητάει να εκφραστούν, να πουν τη γνώμη τους, να συζητήσουν.
Σε ένα σχολείο που κυριαρχούν οι εξετάσεις και η αποθέωση της αποθήκευσης ολοένα και περισσότερων γνώσεων, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση παραμένει επικίνδυνη αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι μπορεί να υπάρχει γνώση χωρίς βαθμολογίες κι εξετάσεις, ότι η μάθηση μπορεί να είναι παιχνίδι, χαρά, δημιουργία.
Καμιά ολοκληρωτική σκέψη δεν μπορεί να το δεχτεί αυτό. Εκείνοι που θέλουν να ελέγχουν τους πολίτες, να τους άγουν και να τους φέρουν αναπαράγοντας τη δική τους εξουσία επάνω τους, δε θέλουν κριτική σκέψη, δε θέλουν ενεργούς πολίτες, θέλουν αυστηρή πειθαρχία, θέλουν την παραμικρή χαρά κι επιβράβευση να είναι αποτέλεσμα πόνου και καταναγκασμού. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση δεν τους κάνει αυτή τη χάρη.
Ποιους ενοχλεί λοιπόν η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση; Μήπως εκείνους που θέλουν άβουλους αντί για ενεργούς πολίτες; Μήπως εκείνους που δε θέλουν οι πολίτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους; Μήπως εκείνους που θέλουν να ιδιοποιηθούν τον ελεύθερο χώρο, το πάρκο, το δάσος για το ατομικό τους κέρδος; Μήπως εκείνους που θέλουν να χτίσουν κάθε τετραγωνικό στις παραλίες; Μήπως εκείνους που ρυπαίνουν θάλασσες και ποτάμια; Μήπως εκείνους που δε θέλουν τα παιδιά, ως αυριανοί πολίτες, να μάθουν το μυστικό, ότι, ναι, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, μαζί με άλλους, συζητώντας και διεκδικώντας, κι αυτό είναι κάτι που κάνουν καθημερινά εκατοντάδες κινήματα πολιτών, στην πόλη μας, στη χώρα μας, στον κόσμο όλο;
Φώτης Ποντικάκης
Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Χανίων
Ετικέτες
σχολείο
Η αγοραία «απώθηση» του ρεαλισμού
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρωπολογικού τύπου που πλεονάζει σε κοινωνίες ή εποχές παρακμής, είναι η παράκαμψη της λογικής. Δηλαδή της κριτικής λειτουργίας του νου. Και πρωταρχικό πεδίο για να λειτουργήσει κριτικά ο νους, είναι να μεταφράζει το λογικό άτομο τις ανάγκες του σε στόχους. Να ιεραρχεί τους στόχους, να συνάγει προτεραιότητες, να κρίνει αν πραγματοποιούνται και σε ποιο ποσοστό οι στόχοι του, πόσο σωστά (μεθοδικά) τους επιδιώκει.
Από το πρωταρχικό αυτό πεδίο κριτικής λειτουργίας του νου πηγάζει όχι μόνο η ιεράρχηση των αναγκών αλλά και τα κριτήρια της ιεράρχησης – η διαφοροποίηση των κριτηρίων που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς. Οι πολιτισμοί διαφοροποιούνται επειδή διαφοροποιείται η ιεράρχηση των αναγκών, τα μέτρα – κριτήρια της ιεράρχησης, το «νόημα» (λόγος ή αλογία) από το οποίο αντλούνται τα μέτρα – κριτήρια. «Νόημα» είναι η ερμηνεία – αιτιολόγηση που δίνει ο άνθρωπος στην ύπαρξή του και στη συνύπαρξη, στο εγώ και στο έναντι.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα πρωτόγονων κοινωνιών ή κοινωνιών παρακμής είναι η «απώθηση» (ασυνείδητη άρνηση, παράκαμψη, απόρριψη), από την πλειονότητα, του ερωτήματος για «νόημα» της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Απώθηση, επομένως και παραίτηση (ανεπίγνωστη και αυτή) από την κριτική λειτουργία του νου, τη λογική των ιεραρχήσεων, της αξιολόγησης προτεραιοτήτων. Οι ανάγκες αποσυνδέονται από κριτικές ιεραρχήσεις, από στοχεύσεις με «νόημα»: αποσπώνται από κάθε λογικό πλαίσιο. Δικαιώνονται μόνο ενορμητικά: από τις ενστικτώδεις απαιτήσεις ηδονής, αυτοσυντήρησης, επιβολής.
Στις κοινωνίες αυτές, αν κάποιοι επιμένουν στην προτεραιότητα της λογικής, της κριτικής λειτουργίας του νου, σαν σε ανάχωμα στην αλογία της ζούγκλας, χαρακτηρίζονται σχετλιαστικά «διανοούμενοι», «οραματιστές της ουτοπίας». Το να ζητάνε ιεράρχηση των αναγκών, αξιολόγηση προτεραιοτήτων και «νόημα» γι’ αυτή την ιεράρχηση, τιτλοφορείται ευγενικά «αθεράπευτος ρομαντισμός». Το να επιδιώκουν κρίση και έλεγχο του ποσοστού πραγματοποίησης ζωτικών για τη λειτουργικότητα της κοινωνίας στόχων, καταγγέλλεται σαν «αναφορά και προσήλωση σε έναν τέλειο κόσμο, που η σύγκρισή του με την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης».
Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν στην προτεραιότητα της ανάγκης για κοινωνούμενη λογική, για κοινωνική επαλήθευση των κριτηρίων της λογικής, για «νόημα» των λογικών στόχων, «ρέπουν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία, θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». Είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός επιστητού». Ευτυχώς όμως που «οι σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος στους διανοούμενους αυτού του είδους».
Τέτοιες θεωρήσεις και αποτιμήσεις ευδοκιμούν πληθωρικά σε κοινωνίες παρακμής σήμερα ή παλιμβαρβαρικού πρωτογονισμού. Λοιδορούν την εμμονή στον κριτικό κοινωνιοκεντρισμό και προσπαθούν να τη διασύρουν σαν γραφική, εξωπραγματική. Αλλά, δυστυχώς, δεν διευκρινίζουν τι ακριβώς θεωρούν «ανάπτυξη» και πώς ορίζουν τις «αναπτυγμένες σημερινές κοινωνίες που δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος» στη δυναμική της πάντοτε ανοιχτής στη δοκιμασία του κριτικού ελέγχου στοχοθεσίας.
Είναι αλήθεια πως ό,τι ονομάζουμε σήμερα «δημοσιότητα» σε διεθνές επίπεδο (δημόσιος λόγος, πληροφόρηση, κατεστημένα πρότυπα ψυχαγωγίας, νοο-τροπίας, συμπεριφορών) προβάλλει ως αυτονόητη εκδοχή της «ανάπτυξης» και της «προόδου» τις κοινωνίες τις απόλυτα υποταγμένες στους νόμους (ανεξέλεγκτες απαιτήσεις) της «ελεύθερης αγοράς». Είναι ο θρίαμβος του τύπου της κοινωνίας που ο Popper χαρακτήριζε «κλειστή»: στεγανά εγκλωβισμένη σε αυτάρεσκη αυτάρκεια και αρραγείς βεβαιότητες, με θεσμικά αποκλεισμένο κάθε ενδεχόμενο απόκλισης από την απόλυτη προτεραιότητα του απολυτοποιημένου καταναλωτισμού, κάθε πιθανότητα να εμφανιστούν απαιτήσεις για νοηματοδότηση του βίου με στοχοθεσίες ανυπότακτες στη δεσποτεία της αγοράς.
Στις «κλειστές» κοινωνίες σήμερα λειτουργούν τυπικά όλοι οι θεσμοί της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»: Πολυκομματισμός, σύνταγμα, κοινοβούλιο, ανεξάρτητες αρχές, τοπική αυτοδιοίκηση. Αλλά λειτουργούν οι θεσμοί με τους όρους και τον «τρόπο» της αγοράς: Τα κόμματα παράγουν (υποτίθεται) και διακινούν (σίγουρα) προϊόντα – προτάσεις διαχείρισης της οικονομίας. Τα κομματικά προϊόντα ανταγωνίζονται με τους όρους της εμπορικής διαφήμισης: ποιο θα ξεγελάσει δολιότερα τον καταναλωτή πολίτη. Το κόστος διαφήμισης των κομματικών προϊόντων είναι ιλιγγιωδώς το υψηλότερο της αγοράς, γι’ αυτό και η κομματική διαφήμιση χρηματοδοτείται (με το αζημίωτο) από τους ισχυρούς της αγοράς.
Οι δε ψηφοφόροι δίνουν την ψήφο τους ποντάροντας κυρίως στο ατομικό τους οικονομικό όφελος. Η κοινωνία, το «νόημά» της, οι στόχοι της δεν έχουν θέση στο πολιτικό σύστημα των «αναπτυγμένων» κοινωνιών.
Ετσι, όσοι ακόμα επιχειρούν να διασώσουν την κοινωνική δυναμική της κριτικής λειτουργίας του νου, αναπόφευκτα μάχονται στο σύνολό της την αγοραία λογική του πολιτικού συστήματος, το συνολικό σύμπτωμα εμπορευματοποίησης της πολιτικής. Γι’ αυτό λοιδορούνται ότι τα ξέρουν όλα, έχουν γνώμη για όλα. Αλλά η μετάβαση από τον «όνυχα» στον «λέοντα», από το επιμέρους σύμπτωμα στη γενικευμένη πιστοποίηση, δεν είναι οπωσδήποτε αυθαίρετη, όπως δεν είναι και κάθε γενικευμένη πρόβλεψη μια «οραματική προφητεία»:
Οταν το 2004 εκλέχθηκε θριαμβευτικά ο Κ. Καραμανλής ο βραχύς, ήταν λογικά προφανές, από την πρώτη κιόλας μέρα, ότι δεν μπορούσε η χώρα να περιμένει τίποτε από αυτόν. Από πού προέκυπτε η λογική προφάνεια; Από την κυβέρνηση που συγκρότησε, από τη λογική της σύνθεσής της: Δεν ήταν λογική που στόχευε στην αντιμετώπιση ή στη λύση προβλημάτων, η σύνθεσή της απέβλεπε να εξασφαλίσει εσωκομματικές ισορροπίες, να εξαγοράσει εσωκομματικές εύνοιες, να μοιράσει μπουναμάδες σε φιλαράκια. Οσοι τόλμησαν δημόσια να το καταγγείλουν, να προβλέψουν με ακρίβεια την ντροπή και τον διασυρμό που θα στιγμάτιζαν ιστορικά την κατάληξη και αυτής της «γαλάζιας παρένθεσης», λοιδορήθηκαν τότε σαν εμπαθείς, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι» ρομαντικοί ουτοπιστές.
Την πρόβλεψη την παράγει ο λογικός συμπερασμός, μαζί με την πείρα, την κεκτημένη ικανότητα αξιολόγησης της σημαντικής (και δυναμικής) των συμπτωμάτων. Και οι προβλέψεις που σωρεύονται για τον διάδοχο του βραχέος στην πρωθυπουργία συνεχίζουν να συνιστούν προφανέστατους λογικούς συμπερασμούς. Οχι προφητείες.
Από το πρωταρχικό αυτό πεδίο κριτικής λειτουργίας του νου πηγάζει όχι μόνο η ιεράρχηση των αναγκών αλλά και τα κριτήρια της ιεράρχησης – η διαφοροποίηση των κριτηρίων που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς. Οι πολιτισμοί διαφοροποιούνται επειδή διαφοροποιείται η ιεράρχηση των αναγκών, τα μέτρα – κριτήρια της ιεράρχησης, το «νόημα» (λόγος ή αλογία) από το οποίο αντλούνται τα μέτρα – κριτήρια. «Νόημα» είναι η ερμηνεία – αιτιολόγηση που δίνει ο άνθρωπος στην ύπαρξή του και στη συνύπαρξη, στο εγώ και στο έναντι.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα πρωτόγονων κοινωνιών ή κοινωνιών παρακμής είναι η «απώθηση» (ασυνείδητη άρνηση, παράκαμψη, απόρριψη), από την πλειονότητα, του ερωτήματος για «νόημα» της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Απώθηση, επομένως και παραίτηση (ανεπίγνωστη και αυτή) από την κριτική λειτουργία του νου, τη λογική των ιεραρχήσεων, της αξιολόγησης προτεραιοτήτων. Οι ανάγκες αποσυνδέονται από κριτικές ιεραρχήσεις, από στοχεύσεις με «νόημα»: αποσπώνται από κάθε λογικό πλαίσιο. Δικαιώνονται μόνο ενορμητικά: από τις ενστικτώδεις απαιτήσεις ηδονής, αυτοσυντήρησης, επιβολής.
Στις κοινωνίες αυτές, αν κάποιοι επιμένουν στην προτεραιότητα της λογικής, της κριτικής λειτουργίας του νου, σαν σε ανάχωμα στην αλογία της ζούγκλας, χαρακτηρίζονται σχετλιαστικά «διανοούμενοι», «οραματιστές της ουτοπίας». Το να ζητάνε ιεράρχηση των αναγκών, αξιολόγηση προτεραιοτήτων και «νόημα» γι’ αυτή την ιεράρχηση, τιτλοφορείται ευγενικά «αθεράπευτος ρομαντισμός». Το να επιδιώκουν κρίση και έλεγχο του ποσοστού πραγματοποίησης ζωτικών για τη λειτουργικότητα της κοινωνίας στόχων, καταγγέλλεται σαν «αναφορά και προσήλωση σε έναν τέλειο κόσμο, που η σύγκρισή του με την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης».
Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν στην προτεραιότητα της ανάγκης για κοινωνούμενη λογική, για κοινωνική επαλήθευση των κριτηρίων της λογικής, για «νόημα» των λογικών στόχων, «ρέπουν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία, θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». Είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός επιστητού». Ευτυχώς όμως που «οι σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος στους διανοούμενους αυτού του είδους».
Τέτοιες θεωρήσεις και αποτιμήσεις ευδοκιμούν πληθωρικά σε κοινωνίες παρακμής σήμερα ή παλιμβαρβαρικού πρωτογονισμού. Λοιδορούν την εμμονή στον κριτικό κοινωνιοκεντρισμό και προσπαθούν να τη διασύρουν σαν γραφική, εξωπραγματική. Αλλά, δυστυχώς, δεν διευκρινίζουν τι ακριβώς θεωρούν «ανάπτυξη» και πώς ορίζουν τις «αναπτυγμένες σημερινές κοινωνίες που δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος» στη δυναμική της πάντοτε ανοιχτής στη δοκιμασία του κριτικού ελέγχου στοχοθεσίας.
Είναι αλήθεια πως ό,τι ονομάζουμε σήμερα «δημοσιότητα» σε διεθνές επίπεδο (δημόσιος λόγος, πληροφόρηση, κατεστημένα πρότυπα ψυχαγωγίας, νοο-τροπίας, συμπεριφορών) προβάλλει ως αυτονόητη εκδοχή της «ανάπτυξης» και της «προόδου» τις κοινωνίες τις απόλυτα υποταγμένες στους νόμους (ανεξέλεγκτες απαιτήσεις) της «ελεύθερης αγοράς». Είναι ο θρίαμβος του τύπου της κοινωνίας που ο Popper χαρακτήριζε «κλειστή»: στεγανά εγκλωβισμένη σε αυτάρεσκη αυτάρκεια και αρραγείς βεβαιότητες, με θεσμικά αποκλεισμένο κάθε ενδεχόμενο απόκλισης από την απόλυτη προτεραιότητα του απολυτοποιημένου καταναλωτισμού, κάθε πιθανότητα να εμφανιστούν απαιτήσεις για νοηματοδότηση του βίου με στοχοθεσίες ανυπότακτες στη δεσποτεία της αγοράς.
Στις «κλειστές» κοινωνίες σήμερα λειτουργούν τυπικά όλοι οι θεσμοί της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»: Πολυκομματισμός, σύνταγμα, κοινοβούλιο, ανεξάρτητες αρχές, τοπική αυτοδιοίκηση. Αλλά λειτουργούν οι θεσμοί με τους όρους και τον «τρόπο» της αγοράς: Τα κόμματα παράγουν (υποτίθεται) και διακινούν (σίγουρα) προϊόντα – προτάσεις διαχείρισης της οικονομίας. Τα κομματικά προϊόντα ανταγωνίζονται με τους όρους της εμπορικής διαφήμισης: ποιο θα ξεγελάσει δολιότερα τον καταναλωτή πολίτη. Το κόστος διαφήμισης των κομματικών προϊόντων είναι ιλιγγιωδώς το υψηλότερο της αγοράς, γι’ αυτό και η κομματική διαφήμιση χρηματοδοτείται (με το αζημίωτο) από τους ισχυρούς της αγοράς.
Οι δε ψηφοφόροι δίνουν την ψήφο τους ποντάροντας κυρίως στο ατομικό τους οικονομικό όφελος. Η κοινωνία, το «νόημά» της, οι στόχοι της δεν έχουν θέση στο πολιτικό σύστημα των «αναπτυγμένων» κοινωνιών.
Ετσι, όσοι ακόμα επιχειρούν να διασώσουν την κοινωνική δυναμική της κριτικής λειτουργίας του νου, αναπόφευκτα μάχονται στο σύνολό της την αγοραία λογική του πολιτικού συστήματος, το συνολικό σύμπτωμα εμπορευματοποίησης της πολιτικής. Γι’ αυτό λοιδορούνται ότι τα ξέρουν όλα, έχουν γνώμη για όλα. Αλλά η μετάβαση από τον «όνυχα» στον «λέοντα», από το επιμέρους σύμπτωμα στη γενικευμένη πιστοποίηση, δεν είναι οπωσδήποτε αυθαίρετη, όπως δεν είναι και κάθε γενικευμένη πρόβλεψη μια «οραματική προφητεία»:
Οταν το 2004 εκλέχθηκε θριαμβευτικά ο Κ. Καραμανλής ο βραχύς, ήταν λογικά προφανές, από την πρώτη κιόλας μέρα, ότι δεν μπορούσε η χώρα να περιμένει τίποτε από αυτόν. Από πού προέκυπτε η λογική προφάνεια; Από την κυβέρνηση που συγκρότησε, από τη λογική της σύνθεσής της: Δεν ήταν λογική που στόχευε στην αντιμετώπιση ή στη λύση προβλημάτων, η σύνθεσή της απέβλεπε να εξασφαλίσει εσωκομματικές ισορροπίες, να εξαγοράσει εσωκομματικές εύνοιες, να μοιράσει μπουναμάδες σε φιλαράκια. Οσοι τόλμησαν δημόσια να το καταγγείλουν, να προβλέψουν με ακρίβεια την ντροπή και τον διασυρμό που θα στιγμάτιζαν ιστορικά την κατάληξη και αυτής της «γαλάζιας παρένθεσης», λοιδορήθηκαν τότε σαν εμπαθείς, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι» ρομαντικοί ουτοπιστές.
Την πρόβλεψη την παράγει ο λογικός συμπερασμός, μαζί με την πείρα, την κεκτημένη ικανότητα αξιολόγησης της σημαντικής (και δυναμικής) των συμπτωμάτων. Και οι προβλέψεις που σωρεύονται για τον διάδοχο του βραχέος στην πρωθυπουργία συνεχίζουν να συνιστούν προφανέστατους λογικούς συμπερασμούς. Οχι προφητείες.
Ετικέτες
Γιανναράς Χρήστος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)