Άλλο η αποδοκιμασία και άλλο η βία
Ψήφος αντίστασης στη μικρόνοια
Πώς να εξηγήσουμε την άρνηση της κρίσιμης για το εκλογικό αποτέλεσμα μάζας να αντιληφθεί την πραγματικότητα; Τα εγκλήματα των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν τον τόπο τα τελευταία τριάντα έξι χρόνια είναι εξόφθαλμα, αποδεδειγμένα, ψηλαφητά: Κατασπατάλησαν το απίστευτο χρήμα που εισέρευσε στη χώρα (για πρώτη φορά στην κρατική μας ιστορία) και απέβλεπε να επιτευχθεί σύγκλιση της ελλαδικής με τις οικονομίες των χωρών της Ε.Ε. Ξέφρενη σπατάλη και επιπλέον απίστευτος, παρανοϊκός δανεισμός. Μοίραζαν τα κόμματα διορισμούς, επιδοτήσεις, ρουσφέτια, μπούκωναν τον υπόκοσμο των λακέδων και της καμαρίλας τους με αδιάντροπο πλούτο, ωμά, απροκάλυπτα, χυδαία. Πνίγοντας κυριολεκτικά τη χώρα στα χρέη.
Χωρίς να λύσουν, στα τριάντα έξι αυτά χρόνια, ούτε ένα πρόβλημα – το ασφαλιστικό, ας πούμε, ή το συγκοινωνιακό ή της μηχανοργάνωσης του κράτους (δεν συζητούμε για την παιδεία, την υγεία, την άμυνα, τη δικαιοσύνη). Το μόνο που τους ενδιέφερε, μα αποκλειστικά το μόνο, ήταν η επανεκλογή τους, η κραιπαλική ηδονή της εξουσίας. Τίποτε άλλο. Και όταν πια η καταστροφή ήταν αδύνατο να αναχαιτιστεί, ο ένας πρωθυπουργός το ’σκασε πανικόβλητος, δίχως ίχνος ντροπής ή αυτοσεβασμού. Και έσπευσε να αναλάβει ο μειονεκτικός σε επιγνώσεις αντίπαλος, για να αλωνίζει επί μήνες τα διεθνή κέντρα, απολαμβάνοντας τουριστικά το κελεπούρι της πρωθυπουργίας και διαφημίζοντας στους δανειστές της χώρας την αναξιοπιστία της και τη διαφθορά της.
Ποιος Ελληνας δεν βλέπει αυτά τα εξόφθαλμα, αποδεδειγμένα, ψηλαφητά δεδομένα; Κι όμως, όχι μόνο δεν κατεβαίνουμε στους δρόμους να διαδηλώσουμε οργή και αντίσταση, αλλά σπεύδουμε πειθήνια και ηλίθια να αμνηστεύσουμε, να κολακέψουμε, να επιβραβεύσουμε τους τυράννους μας, ψηφίζοντας τους εκλεκτούς των κομματικών συμφερόντων στην τάχα Αυτοδιοίκηση. Πού είναι λοιπόν το περιβόητο «φιλότιμο» του Ελληνα, η «περηφάνια» του, το «αδούλωτο φρόνημά» του; Ακόμα και την ψήφο του, το τελευταίο απομεινάρι διαφοράς από τον σκλάβο, τον ραγιά, την προσφέρει για να μετρήσουν οι διεφθαρμένες κομματικές συντεχνίες τις περιστασιακές μεταβολές στα ποσοστά της ισχύος τους.
Να κατεβούμε στους δρόμους μάς το έχει απαγορεύσει ο παλαιοημερολογητισμός του Περισσού: μονοπωλεί μεθοδικά κάθε δημόσια μαζική διαμαρτυρία, την «καπελώνει» αυθαίρετα, η κραυγή και οργή των πολιτών μετατρέπεται σε αθέλητη υποστήριξη της πιο υπάνθρωπης ολοκληρωτικής μονοτροπίας. «Δεν κοτάς ν’ αγγίξεις μιαν από τις αξίες που ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, έγραφε ο Ελύτης, και βρίσκεσαι να “κάνεις πορεία” μ’ έναν συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη, αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους». Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα ακομμάτιστη πρωτοβουλία για μαζική πολιτική εκδήλωση, που να μην την ιδιοποιηθεί η μικρόνοια και ψυχανωμαλία των καπήλων της Αριστεράς.
Μας απομένει η ψήφος, για να συντηρούμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε πολίτες, ότι πολίτευμα της χώρας είναι η δημοκρατία. Ψευδαίσθηση, στάχτη στα μάτια, για να συνεχίζουν οι μαφιόζοι των κομματικών συντεχνιών να παίζουν με τη δική μας αφέλεια, την παιδαριώδη επιπολαιότητά μας. Τάχα ότι λειτουργούν πολιτικοί θεσμοί, τάχα ότι διαχειριζόμαστε τις τύχες και το μέλλον μας, καμαρωτοί στη σειρά για να βρεθούμε πίσω από το παραβάν, να αξιοποιήσουμε τα «δικαιώματα» του πολίτη! Μας παραμυθιάζουν οι ανίκανοι, ενώ το ξέρουμε, το βλέπουμε: Η δευτεράντζα της κομματοκρατίας, δήμαρχοι, νομάρχες, περιφερειάρχες τώρα ή ό,τι άλλο παραπληρωματικό, ούτε τις λακκούβες στους δρόμους ή τις αγέλες των αδέσποτων δεν είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν. Τοποτηρητές είναι, ελάσσονες, των κομματικών συμφερόντων.
Βρίσκουν και τα κάνουν. Οι μάζες των ευνουχισμένων, των δίχως σκέψη και κρίση ψηφοφόρων, μοιάζει να μην έχουν καταλάβει πού έχουμε φτάσει και γιατί. Γιατί σε λούκι στερήσεων, φτώχειας, ανεργίας, εφιαλτικής αβεβαιότητας για το αύριο, γιατί πουθενά ελπίδα ανάκαμψης; Πώς βρέθηκε να είναι πρωθυπουργός ένα τόσο μειονεκτικό άτομο με τόσο κραυγαλέα υστερήματα, πώς γίνεται να έχουμε υπουργό Εξωτερικών και υπουργό Οικονομικών ανθρώπους πρωτόπειρους, πρωτοφανέρωτους στον δημόσιο βίο, σήμερα που διακυβεύεται η ίδια η ιστορική μας επιβίωση, η αξιοπιστία και η τιμή του ονόματός μας στον διεθνή στίβο; Δεν είχε τίποτε καλύτερο να επιστρατεύσει το κομματικό μας σύστημα στην κρίσιμη αυτή ώρα;
Οχι, δεν είχε, είναι φανερό. Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι μια εξ ίσου θλιβερή και ευτελισμένη συναγωγή μετριοτήτων, σπιθαμιαία αναστήματα λιμασμένων για επιστροφή στην εξουσία, αναπολόγητων ακόμη για πράξεις απύθμενης φαυλότητας και διαφθοράς. Αυτά τα «κόμματα εξουσίας» δεν είναι πολιτικοί σχηματισμοί, είναι καρκινώματα στο κοινωνικό σώμα, εστίες μολυσματικές, απεργάζονται θάνατο. Ομως, η κρίσιμη εκλογική μάζα, ψηφοφόροι δίχως σκέψη και κρίση, τους εκλεκτούς αυτών των κομμάτων θα ψηφίσουν, δεν καταφέρνουν να συνδέσουν τον εφιάλτη που ζούμε με τα συγκεκριμένα εγκλήματα που τον προκάλεσαν και με τους αυτουργούς των εγκλημάτων.
Ο ευνουχισμός έχει συντελεστεί μεθοδικά, έντεχνα, «ανεπαισθήτως». Αν υπάρξουν ιστορικοί στο μέλλον με ενδιαφέρον για την περίπτωσή μας, το υλικό μελέτης του ευνουχισμού μας θα τους προσφερθεί άφθονο: Τα σχολικά βιβλία που τιτλοφορούνται «Η Γλώσσα μας», ο γκαιμπελικός προπαγανδισμός του ψυχωτικού «φιλαθλητισμού», του κρατικού τζόγου, ο επιχορηγούμενος κιτρινισμός και κρετινισμός των τηλεοπτικών καναλιών. Ακρως αποτελεσματικές πρακτικές εξηλιθίωσης της κρίσιμης εκλογικής μάζας.
Ετσι έχουν εξασφαλισμένη και αυτή τη φορά την επανεκλογή τους δήμαρχοι εξοργιστικής ανικανότητας, επιβαρυμένοι με εγκλήματα φαυλότητας σε προγενέστερες υπουργικές τους θητείες. Σίγουρη η επανεκλογή και νομαρχών που εκκρεμούν σε βάρος τους ποινικές διώξεις, θριαμβική η επικράτηση πληθώρας ασημαντοτήτων, ανθρώπων θλιβερού επιπέδου ικανοτήτων και καλλιέργειας, με μοναδικό προσόν το κομματικό χρίσμα.
Η «μαγιά» που αντιστέκεται στον εξανδραποδισμό λογαριάζει τους κομματικά κεχρισμένους, όποιοι κι αν είναι, σαν χολεριασμένους. Ακομμάτιστους υποψήφιους τους ψηφίζει. Οπου δεν υπάρχουν: λευκό ή αποχή.
Tου Χρήστου Γιανναρά
Πώς να αλλάξουμε τη ρότα;
Εικόνα αιφνιδιασμένου μαθητή σε προφορική εξέταση, πολύ μέτριου μαθητή. Που χάνει τα λόγια του, απαντάει άλλα αντ’ άλλων. Ταραγμένος, κομπιάζοντας, ενοχλημένος που εκτίθεται δημόσια. Ανίκανος έστω να υπεκφύγει, να αποφύγει με ετοιμόλογη δεξιότητα την αποκάλυψη των αδυναμιών του.
Εικόνα, περισσότερο, μικρομεσαίου κομματικού στελέχους σε επαρχιακή (πολύ επαρχιακή) οργάνωση «βάσης». Και επιστράτευε ύφος υπουργικής αυτονόητης υπεροχής, σε κωμική αντίθεση προς τη χαλαρή, ήρεμη βεβαιότητα των διάσημων στον διθενή στίβο συνομιλητών του. Δεν καταλάβαινε ότι έτσι ανέδειχνε απροκάλυπτα συμπλεγματική τη συμπεριφορά του.
Εικόνα, προπαντός, θλιβερής ανθρώπινης αλλοτρίωσης: Ατομο καταξιωμένο με δημόσιες ευθύνες, τιμές, προβολή, όμως ανίκανο να συζητήσει πρόβλημα, να παραδεχθεί πρόβλημα, να αποπαγιδευτεί από τη μονότροπη κομματική απολογητική.
Αδύνατο να αναμετρηθεί με ερωτήματα, να συγκροτήσει επιχείρημα, να τεκμηριώσει τον λόγο του. Πάλευε σπασμωδικά μόνο να υπερασπίσει την κυβέρνηση με παιδαριώδεις γενικολογίες, επαναλήψεις, πάλι και πάλι, λαϊκίστικων στερεοτύπων: «Εχουμε κάνει βήματα, δεν έχουν γίνει όλα». Και την ευθύνη για όλα, ολόκληρη, την έχουν οι κομματικοί του αντίπαλοι.
Απέναντί του τα δύο σαΐνια, οι Αμερικανοί οικονομολόγοι – άκρως διακριτικοί στην ευγενική τους συγκατάβαση γι’ αυτόν τον υπουργό Οικονομικών που έμοιαζε να σκέπτεται με κασέτα παραταξιακής πειθαρχίας. Ισως να είχαν υποθέσει ότι η συζήτηση με στέλεχος κόμματος «σοσιαλιστικού» θα τους στρίμωχνε σε απαιτήσεις για προτεραιότητες κοινωνικού κράτους, σχέσεων κοινωνίας, στόχων κοινωνικής συνοχής. Ενώ αυτός, αξιολύπητος, χτυπιόταν για να αποδείξει ότι η κυβέρνησή του είναι συνεπέστατα πειθαρχημένη στις εντολές των επιτρόπων της «ελεύθερης αγοράς». Η φυσιογνωμική έκφραση των συνομιλητών του πρόδιδε, μαζί με τη συγκατάβαση, και απορία: Πειθαρχικότερον υπήκοο και θιασώστη του αχαλίνωτου καπιταλισμού από αυτόν τον «σοσιαλιστή» υπουργό, δύσκολα θα μπορούσαν να φανταστούν.
Σίγουρα, ένα κρίσιμο για το εκλογικό αποτέλεσμα ποσοστό ψηφοφόρων στην Ελλάδα δεν αντιλαμβάνεται ούτε την κραυγαλέα ανεπάρκεια του πρωτόπειρου υπουργού Οικονομικών ούτε την αντίφαση κόμματος «σοσιαλιστικού» να ασκεί πολιτική αχαλίνωτου καπιταλισμού. Καταπίνουν οι ψηφοφόροι απερίσκεπτα τη δικαιολογία ότι «δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, μια χρεοκοπημένη χώρα, έρμαιο των δανειστών της, είναι αναπότρεπτα υπόδουλη στους όρους που επιβάλλει το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα».
Σαθρή η δικαιολογία. Δεν χρεοκόπησε η χώρα από το κόστος του κοινωνικού κράτους, δεν «τα φάγαμε όλοι μαζί», όπως θέλει να υποκρίνεται ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Η χώρα πνίγηκε στον υπέρμετρο δανεισμό που αποτόλμησαν αμοραλιστές πολιτικοί, για να εξαγοράσουν με εξωφρενικές παροχές και διορισμούς την ψήφο των πολιτών, την κραιπαλική ηδονή της εξουσίας. Το κράτος πτώχευσε, γιατί η οικονομία του καταληστεύθηκε διαδοχικά από το πράσινο, το γαλάζιο, πάλι από το πράσινο και πάλι από το γαλάζιο κομματικό κράτος. Αν το «σοσιαλιστικό» κόμμα ήθελε να πάψει να εμπαίζει την ελληνική κοινωνία με τον τίτλο του, μπορούσε να αποστασιοποιηθεί τίμια από την κλεπτοκρατία: Να διαλύσει το πράσινο κομματικό κράτος, το παρακράτος των πρασινοφρουρών και να ξαναστήσει στη χώρα θεσμούς κοινωνικού κράτους.
Να θεσμοθετήσει χωρισμό του κράτους από την κυβέρνηση, την κάθε κυβέρνηση, να αυτονομηθεί η κρατική λειτουργία από την κομματική ιδιοτέλεια, να εφαρμόζουν οι κρατικοί λειτουργοί το ξεχωριστό κάθε κυβέρνησης πολιτικό πρόγραμμα, αλλά για να υπηρετήσουν την κοινωνία, όχι την επανεκλογή του κυβερνώντος κόμματος. Και αυτή η (αυτονόητη στη δημοκρατία) κοινωνικοποίηση του κράτους να εξασφαλιστεί με θεσμικές εγγυήσεις αξιοκρατίας, καταξίωσης της ανθρώπινης ποιότητας, της δημιουργικότητας, της άμιλλας.
Ποιος εμπόδισε το «σοσιαλιστικό» κόμμα να είναι συνεπές με τις επαγγελίες του τίτλου του; Ποιος εμπόδισε το αντίπαλο στη διεκδίκηση της εξουσίας κόμμα να φιλοδοξήσει ταυτότητα και επωνυμία κόμματος «λαϊκού»; Η χρεοκοπία και ο διεθνής εξευτελισμός της Ελλάδας σήμερα έχει μία και μοναδική αιτία, ολοφάνερη και αδιαμφισβήτητη: την υποκατάσταση του κράτους από το κομματικό κράτος, την υποταγή της κοινωνίας στον ζυγό της κομματοκρατίας.
Αναπόφευκτα τραυλίζει ή γενικολογεί ανόητα ο υπουργός Οικονομίας αντιμέτωπος με τα ερωτήματα του Αλέξη Παπαχελά. «Πώς ξαναβάζουμε τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης»; Μα είναι περισσότερο από φανερό ότι τον υπουργό Οικονομίας και τον προκλητικής ανεπάρκειας πρωθυπουργό του δεν τους ενδιαφέρει η χώρα και η επανεύρεση αναπτυξιακής δυναμικής. Το μόνο που τους κόφτει είναι να περισώσουν αταλάντευτη, ακόμα και μέσα στην καταστροφή, την κομματοκρατία, να κερδίσει χρόνο εξουσίας η συντεχνία τους. Η καταιγιστική κενολογία προπαγάνδας, η μικρονοϊκή αυθυπεράσπιση που ακατάπαυστα αναμηρυκάζουν (από τα κατακίτρινης δημοσιογραφίας κρατικά κανάλια) αυτό βεβαιώνει.
Για να βάλουμε τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης πρέπει να υπάρχει κράτος που να λειτουργεί. Για να λειτουργήσει το κράτος πρέπει να παταχθεί θεσμικά ο βιασμός του κοινωνικού σώματος από τον ασύδοτο συνδικαλισμό. Και τότε να οργανωθεί τεκμηριωμένα απροκατάληπτη αξιολογική κρίση της δημοσιοϋπαλληλίας. Με απολύσεις των περιττών, των ανίκανων, των φαύλων. Αλλά και επιτελικά σχεδιασμένη, με καθολική κοινωνική συνέγερση συντονισμένη, τη θετική, αναπτυξιακή απορρόφηση του σοκ των απολύσεων. Υπάρχουν στρατηγικές για τέτοια απορρόφηση, υπάρχουν και μυαλά για να τις οργανώσουν. Η ανασύνταξη του κράτους είναι αντιφατικό να επιδιωχθεί με άγονες θυσίες, με ευνουχισμό της δημιουργικότητας πλήθους ανθρώπων.
Επειδή τα κόμματα ταύτισαν τον διορισμό με το ρουσφέτι, ταυτίστηκε και η απόλυση με τον διωγμό, την τιμωρία. Αλλά το να λειτουργήσει παραγωγικά το κράτος με σωστή στελέχωση θα είναι για όλους μέγα καλό, ζωτική κοινωνική κατάκτηση. Και αυτή την κατάκτηση είναι αδύνατο να την καταλάβουν, να τη σχεδιάσουν, να την πραγματοποιήσουν τα κόμματα του σημερινού φαύλου πολιτικού συστήματος.
Λύση που να απελευθερώνει τη χώρα από την κομματοκρατία, δηλαδή την τυραννία και την υπανάπτυξη, μπορούμε να βρούμε; Κάποτε απειλή για τη δημοκρατία ήταν η αυθαιρεσία του λοχία. Τώρα την κατάλυση της δημοκρατίας τη σαρκώνουν τα κόμματα. Ποια είναι η λύση;
Του Χρήστου Γιανναρά
Ανδρεϊκή και ανδρεικελική ομοιοτυπία
Αν θέλουν δημοκρατία, ας περισώσουν αυτή τη φορά με την ψήφο τους τη θεμελιώδη προϋπόθεση της δημοκρατίας: τη διάκριση των εξουσιών. Ξέρουν από άμεση πείρα οι πολίτες ότι τοπική αυτοδιοίκηση υποταγμένη σε κεντρικές κομματικές ντιρεχτίβες σημαίνει την έτοιμη ραχοκοκαλιά κομματικού κράτους. Ξέρουν ότι τα κόμματα στην Ελλάδα δεν έχουν την παραμικρή σχέση με ό,τι προβλέπει για τον ρόλο τους η πολιτική θεωρία της «αντιπροσωπευτικής» δημοκρατίας. Τα κόμματα σήμερα είναι συντεχνίες επαγγελματιών της εξουσίας, οργανωμένες συσπειρώσεις συμφερόντων. Στόχος τους είναι η μονοπώληση της εξουσίας, ο ολοκληρωτικός έλεγχος κάθε πτυχής του συλλογικού βίου. Γι’ αυτό και κάθε αντίσταση στην κομματοκρατία είναι κέρδος για τη δημοκρατία, προάσπιση των κοινωνικών προτεραιοτήτων, των αναγκών του πολίτη.
Κάθε υποψήφιος για την τοπική αυτοδιοίκηση που έχει κομματικό χρίσμα επιβεβαιώνει εθελούσια την απαίτηση των κομματικών συντεχνιών να ελέγχουν ολοκληρωτικά τη χώρα, να προηγείται η κομματική σκοπιμότητα των αναγκών κάθε τοπικής κοινωνίας. Οι υποψήφιοι με κομματικό χρίσμα είναι χλεύη της δημοκρατίας, απειλή της δημοκρατίας. Απαιτούν από τους πολίτες την εθελόδουλη υποταγή στη νοοτροπία του λακέ, του ραγιά: να βάζουν πρώτο το συμφέρον του αφεντικού, τα παιχνίδια εξουσίας αδίστακτων επαγγελματιών, και σε δεύτερη μοίρα τη δική τους αξιοπρέπεια, την ποιότητα της ζωής τους.
Δεν μοιάζει να υπάρχει Έλληνας σήμερα που να μην έχει πεισθεί για την ανικανότητα, την προκλητική ιδιοτέλεια, τη φαυλότητα των υπαρχόντων κομμάτων – η οργή, η αηδία, η πίκρα των πολιτών κατακλύζει τη χώρα. Και στις εκλογές τις αυτοδιοικητικές η έκφραση της αποδοκιμασίας δεν χρειάζεται την (αμφίβολης αποτελεσματικότητας) λευκή ψήφο ή αποχή. Τώρα η απέχθεια έχει γόνιμη διέξοδο: Αποκλείει τους μολυσματικούς κεχρισμένους, εμπιστεύεται τους τίμια ασυμβίβαστους και από σεμνή αξιοσύνη ακομμάτιστους.
Επιτέλους, τι περισσότερο θέλουμε να δούμε για να βγάλουμε τις συνέπειες της κοινής αγανάκτησης για τα κόμματα; Υπερχρέωσαν εφιαλτικά το κράτος εξαγοράζοντας ψήφους με διορισμούς, επιδοτήσεις, χαριστικές «προμήθειες», ασύδοτες παροχές. Καταλήστευσαν το δημόσιο ταμείο και τους πακτωλούς των «πακέτων» της Ε.Ε. για να στήσουν το δικό του κάθε κόμμα πελατειακό κράτος, αστρονομικού κόστους μηχανισμούς επανεκλογής τους. Διαγούμισαν τα ασφαλιστικά ταμεία, την υποχρεωτική αποταμίευση κάθε βιοπαλαιστή. Εμπορεύτηκαν, με ληστρικές υπερτιμολογήσεις και «λίστες» εξαίρεσης από μειοδοτικούς διαγωνισμούς, ακόμα και ιατρικά είδη, οι αθεόφοβοι. Και πόσα ακόμα εγκλήματα ειδεχθή, με εξασφαλισμένη θεσμικά την ατιμωρησία.
Τελικά οδήγησαν την Ελλάδα στην οικονομική καταστροφή. Και πώς την αντιμετώπισαν; Κατακρεούργησαν μισθούς και συντάξεις, οι μικροεπιχειρήσεις και τα καταστήματα κλείνουν με ρυθμούς πρωτόγνωρους, η ανεργία έγινε κύμα κατακλυσμικό, οι έμμεσοι φόροι απάνθρωπης αδικίας χαράτσι, η νεολαία δίχως παραμικρή προοπτική, σε απόγνωση. Το ελληνικό (κοινό όλων μας) όνομα το κατάντησαν περίγελο σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κάθε κυβέρνηση πλαστογραφούσε, όπως οι κοινοί απατεώνες, τα στοιχεία που της ζητούσαν οι Βρυξέλλες και στη συνέχεια, από διεθνή μπαλκόνια, κατάγγελνε το προκάτοχο της εξουσίας κόμμα για ψεύτικα στοιχεία και τεχνάσματα.
Φυσικό ήταν οι δανειστές μας να εκμεταλλευτούν την οικονομική μας χρεοκοπία, τον διεθνή διασυρμό της αξιοπιστίας μας: Εστησαν «Τρόικα» πατρωνείας να τιθασεύσει την κομματική φαυλότητα, να δεσμεύσει τους κομματανθρώπους με τις υπογραφές τους σε «Μνημόνιο».
Χωρίς, όμως, να λογαριάσουν οι πάτρωνες την πανουργία της κομματικής ατσιδοσύνης: Έτσι, η τρίτη γενιά του παπανδρεϊσμού κατάφερε, με άψογη επιδεξιότητα, να φορτώσει στην πιο αδύναμη μερίδα της κοινωνίας τα «σπασμένα» της αφροσύνης των κομμάτων. Μας κρατάνε ομήρους παζαρεύοντας την παράταση της παντοδυναμίας τους.
Στις δημοσκοπήσεις η συντριπτική, σαρωτική πλειοψηφία των πολιτών δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται πια κανένα κόμμα, η γενικευμένη αγανάκτηση και αηδία φτάνει σε ποσοστά απίστευτα. Όμως, μπροστά στην κάλπη ο φόβος της ανασφάλειας γεννάει τον στερεότυπο συμβιβασμό: «δεν έχουμε κάτι καλύτερο να ψηφίσουμε, αυτά τα κόμματα παράγει η κοινωνία μας, αυτά συνιστούν τη δημοκρατία μας». Και συνεχίζουμε «να μεταλλάσσωμεν τυράννους», όπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης πριν από 118 χρόνια.
Αλλά ο συλλογισμός «αυτούς έχουμε, αυτούς ψηφίζουμε» είναι τουλάχιστον αφελής και στις αυτοδιοικητικές εκλογές ούτε για τους αφελείς ισχύει. Διότι υπάρχουν υποψήφιοι με κομματικό χρίσμα, υπάρχουν και οι τίμια ακομμάτιστοι. Συνήθως το κομματικό χρίσμα δίνεται σε φανταχτερούς, με εντυπωσιακή «αναγνωρισιμότητα» γόητες του πλήθους (μπασκετμπολίστες, προπονητές, ηθοποιούς τηλεοπτικών «σειρών», πρώην καλλονές, πρόσωπα με θητεία στη δημοσιότητα έστω και παταγωδώς αποτυχημένη). Ο πολίτης που έχει συνειδητοποιήσει ότι η κομματοκρατία είναι συμφορά για τον ίδιο και για την πατρίδα θα ξέρει να αναγνωρίσει στη «γοητεία» των κεχρισμένων το στίγμα απειλητικής λοιμικής.
Αυτή τη φορά καλούμαστε να ψηφίσουμε διαχειριστές καινούργιων θεσμών αυτοδιοίκησης. Η κομματοκρατία αποφασίζει για τους θεσμούς ερήμην των πολιτών και για τη διαχείριση των θεσμών μεθοδεύει την υφαρπαγή της ψήφου μας. Η προηγούμενη γενιά του παπανδρεϊσμού, η ανδρεϊκή, επέβαλε τον «Καποδίστρια», η τωρινή, η ανδρεικελική, μας καπελώνει με τον «Καλλικράτη». Και στις δύο περιπτώσεις κίνητρο και κριτήριο δεν ήταν οι ανάγκες, οι ιδιαιτερότητες, οι ιστορικοί εθισμοί της κοινωνίας των Ελλήνων. Ο τεμαχισμός της χώρας, και τις δύο φορές, σε αυθαίρετα μερίσματα έγινε, αποκλειστικά και ομολογημένα, για να εξυπηρετηθούν ελπιζόμενα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης και ασφυκτικότερος συγκεντρωτικός έλεγχος της χώρας από το εκάστοτε κομματικό κράτος. Πειθαρχούμε δήθεν στα μοντέλα αυτοδιοίκησης που λανσάρει η Ε.Ε. αποκεντρώνοντας όχι την εξουσία, αλλά την κατακλυσμική διαφθορά και φαυλότητα, πολλαπλασιάζοντας τα ερείσματα της κομματοκρατίας.
Ο Ελληνισμός έζησε τρεις χιλιάδες χρόνια χάρη στο μοντέλο της πόλης - κράτους, της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, που ο ίδιος γέννησε – το αποδείχνει ο τεχνοκράτης Κων. Καραβίδας, που πολλοί τιμούν και ελάχιστοι καταλαβαίνουν. Η πόλη «εάλω», η γλώσσα «απέσβετο», η εκκλησία αλλοτριώθηκε σε θρησκεία. Ζούμε το ιστορικό μας τέλος, αλλά όχι ηρωικά. Απλώς παρακολουθούμε, δίχως επίγνωση, την κηδεία μας.
Tου Χρήστου Γιανναρά
Η αγοραία «απώθηση» του ρεαλισμού
Από το πρωταρχικό αυτό πεδίο κριτικής λειτουργίας του νου πηγάζει όχι μόνο η ιεράρχηση των αναγκών αλλά και τα κριτήρια της ιεράρχησης – η διαφοροποίηση των κριτηρίων που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς. Οι πολιτισμοί διαφοροποιούνται επειδή διαφοροποιείται η ιεράρχηση των αναγκών, τα μέτρα – κριτήρια της ιεράρχησης, το «νόημα» (λόγος ή αλογία) από το οποίο αντλούνται τα μέτρα – κριτήρια. «Νόημα» είναι η ερμηνεία – αιτιολόγηση που δίνει ο άνθρωπος στην ύπαρξή του και στη συνύπαρξη, στο εγώ και στο έναντι.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα πρωτόγονων κοινωνιών ή κοινωνιών παρακμής είναι η «απώθηση» (ασυνείδητη άρνηση, παράκαμψη, απόρριψη), από την πλειονότητα, του ερωτήματος για «νόημα» της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Απώθηση, επομένως και παραίτηση (ανεπίγνωστη και αυτή) από την κριτική λειτουργία του νου, τη λογική των ιεραρχήσεων, της αξιολόγησης προτεραιοτήτων. Οι ανάγκες αποσυνδέονται από κριτικές ιεραρχήσεις, από στοχεύσεις με «νόημα»: αποσπώνται από κάθε λογικό πλαίσιο. Δικαιώνονται μόνο ενορμητικά: από τις ενστικτώδεις απαιτήσεις ηδονής, αυτοσυντήρησης, επιβολής.
Στις κοινωνίες αυτές, αν κάποιοι επιμένουν στην προτεραιότητα της λογικής, της κριτικής λειτουργίας του νου, σαν σε ανάχωμα στην αλογία της ζούγκλας, χαρακτηρίζονται σχετλιαστικά «διανοούμενοι», «οραματιστές της ουτοπίας». Το να ζητάνε ιεράρχηση των αναγκών, αξιολόγηση προτεραιοτήτων και «νόημα» γι’ αυτή την ιεράρχηση, τιτλοφορείται ευγενικά «αθεράπευτος ρομαντισμός». Το να επιδιώκουν κρίση και έλεγχο του ποσοστού πραγματοποίησης ζωτικών για τη λειτουργικότητα της κοινωνίας στόχων, καταγγέλλεται σαν «αναφορά και προσήλωση σε έναν τέλειο κόσμο, που η σύγκρισή του με την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης».
Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν στην προτεραιότητα της ανάγκης για κοινωνούμενη λογική, για κοινωνική επαλήθευση των κριτηρίων της λογικής, για «νόημα» των λογικών στόχων, «ρέπουν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία, θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». Είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός επιστητού». Ευτυχώς όμως που «οι σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος στους διανοούμενους αυτού του είδους».
Τέτοιες θεωρήσεις και αποτιμήσεις ευδοκιμούν πληθωρικά σε κοινωνίες παρακμής σήμερα ή παλιμβαρβαρικού πρωτογονισμού. Λοιδορούν την εμμονή στον κριτικό κοινωνιοκεντρισμό και προσπαθούν να τη διασύρουν σαν γραφική, εξωπραγματική. Αλλά, δυστυχώς, δεν διευκρινίζουν τι ακριβώς θεωρούν «ανάπτυξη» και πώς ορίζουν τις «αναπτυγμένες σημερινές κοινωνίες που δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος» στη δυναμική της πάντοτε ανοιχτής στη δοκιμασία του κριτικού ελέγχου στοχοθεσίας.
Είναι αλήθεια πως ό,τι ονομάζουμε σήμερα «δημοσιότητα» σε διεθνές επίπεδο (δημόσιος λόγος, πληροφόρηση, κατεστημένα πρότυπα ψυχαγωγίας, νοο-τροπίας, συμπεριφορών) προβάλλει ως αυτονόητη εκδοχή της «ανάπτυξης» και της «προόδου» τις κοινωνίες τις απόλυτα υποταγμένες στους νόμους (ανεξέλεγκτες απαιτήσεις) της «ελεύθερης αγοράς». Είναι ο θρίαμβος του τύπου της κοινωνίας που ο Popper χαρακτήριζε «κλειστή»: στεγανά εγκλωβισμένη σε αυτάρεσκη αυτάρκεια και αρραγείς βεβαιότητες, με θεσμικά αποκλεισμένο κάθε ενδεχόμενο απόκλισης από την απόλυτη προτεραιότητα του απολυτοποιημένου καταναλωτισμού, κάθε πιθανότητα να εμφανιστούν απαιτήσεις για νοηματοδότηση του βίου με στοχοθεσίες ανυπότακτες στη δεσποτεία της αγοράς.
Στις «κλειστές» κοινωνίες σήμερα λειτουργούν τυπικά όλοι οι θεσμοί της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»: Πολυκομματισμός, σύνταγμα, κοινοβούλιο, ανεξάρτητες αρχές, τοπική αυτοδιοίκηση. Αλλά λειτουργούν οι θεσμοί με τους όρους και τον «τρόπο» της αγοράς: Τα κόμματα παράγουν (υποτίθεται) και διακινούν (σίγουρα) προϊόντα – προτάσεις διαχείρισης της οικονομίας. Τα κομματικά προϊόντα ανταγωνίζονται με τους όρους της εμπορικής διαφήμισης: ποιο θα ξεγελάσει δολιότερα τον καταναλωτή πολίτη. Το κόστος διαφήμισης των κομματικών προϊόντων είναι ιλιγγιωδώς το υψηλότερο της αγοράς, γι’ αυτό και η κομματική διαφήμιση χρηματοδοτείται (με το αζημίωτο) από τους ισχυρούς της αγοράς.
Οι δε ψηφοφόροι δίνουν την ψήφο τους ποντάροντας κυρίως στο ατομικό τους οικονομικό όφελος. Η κοινωνία, το «νόημά» της, οι στόχοι της δεν έχουν θέση στο πολιτικό σύστημα των «αναπτυγμένων» κοινωνιών.
Ετσι, όσοι ακόμα επιχειρούν να διασώσουν την κοινωνική δυναμική της κριτικής λειτουργίας του νου, αναπόφευκτα μάχονται στο σύνολό της την αγοραία λογική του πολιτικού συστήματος, το συνολικό σύμπτωμα εμπορευματοποίησης της πολιτικής. Γι’ αυτό λοιδορούνται ότι τα ξέρουν όλα, έχουν γνώμη για όλα. Αλλά η μετάβαση από τον «όνυχα» στον «λέοντα», από το επιμέρους σύμπτωμα στη γενικευμένη πιστοποίηση, δεν είναι οπωσδήποτε αυθαίρετη, όπως δεν είναι και κάθε γενικευμένη πρόβλεψη μια «οραματική προφητεία»:
Οταν το 2004 εκλέχθηκε θριαμβευτικά ο Κ. Καραμανλής ο βραχύς, ήταν λογικά προφανές, από την πρώτη κιόλας μέρα, ότι δεν μπορούσε η χώρα να περιμένει τίποτε από αυτόν. Από πού προέκυπτε η λογική προφάνεια; Από την κυβέρνηση που συγκρότησε, από τη λογική της σύνθεσής της: Δεν ήταν λογική που στόχευε στην αντιμετώπιση ή στη λύση προβλημάτων, η σύνθεσή της απέβλεπε να εξασφαλίσει εσωκομματικές ισορροπίες, να εξαγοράσει εσωκομματικές εύνοιες, να μοιράσει μπουναμάδες σε φιλαράκια. Οσοι τόλμησαν δημόσια να το καταγγείλουν, να προβλέψουν με ακρίβεια την ντροπή και τον διασυρμό που θα στιγμάτιζαν ιστορικά την κατάληξη και αυτής της «γαλάζιας παρένθεσης», λοιδορήθηκαν τότε σαν εμπαθείς, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι» ρομαντικοί ουτοπιστές.
Την πρόβλεψη την παράγει ο λογικός συμπερασμός, μαζί με την πείρα, την κεκτημένη ικανότητα αξιολόγησης της σημαντικής (και δυναμικής) των συμπτωμάτων. Και οι προβλέψεις που σωρεύονται για τον διάδοχο του βραχέος στην πρωθυπουργία συνεχίζουν να συνιστούν προφανέστατους λογικούς συμπερασμούς. Οχι προφητείες.
Ώρα για «Συντακτική Εθνοσυνέλευση»
Δεν διανοείται να απαλλάξει το κράτος από τη σωρεία των αυθαίρετα, για κομματικό ρουσφέτι, διορισμένων. Να απολύσει, έστω για τα μάτια, τις εκατοντάδες που διορίστηκαν στη Βουλή λίγες μόλις μέρες ή ώρες πριν από τις τελευταίες εκλογές προκλητικά και αδιάντροπα. Του είναι αδιανόητο να πολεμήσει την κρατική σπατάλη με θεσμούς και όχι με προσωρινά, γενικά και άδικα μέτρα: Να συγκροτήσει θεσμούς αδιάβλητης αξιολόγησης της δημοσιοϋπαλληλίας, να αμείψει τους ικανούς και εργατικούς, να απολύσει τις μάζες των κηφήνων και ανίκανων. Προτιμάει (το θεωρεί αυτονόητο) να περικόψει τους μισθούς όλων και όλες τις συντάξεις, προκειμένου να συντηρήσει το εξωφρενικά υπερτροφικό και αντιπαραγωγικό κράτος: καίριο πελατειακό υποστύλωμα της κομματοκρατίας.
Γενικές και αδιάκριτες περικοπές αποδοχών, εξοντωτική της φτωχολογιάς έμμεση φορολογία, σπασμωδικά και επιδερμικά πυροσβεστικά μέτρα – δεν διανοείται ο πρωθυπουργός να θίξει τη θεσμική υποδομή και στοιχείωση της κρατικής σπατάλης. Δεν καταλαβαίνει ότι χωρίς θεσμούς ελέγχου και αξιοκρατικής διαβάθμισης των δημοσίων υπαλλήλων αποκλείεται το κράτος να καταστεί λειτουργικό, να γίνει παραγωγικός ο ρυθμός ζωής της χώρας. Και αν ο πρωθυπουργός δεν επαρκεί ή δεν θέλει να το καταλάβει, οι «άτεγκτοι» εγγυητές του δανεισμού μας δεν αντιλαμβάνονται ότι το πελατειακό κράτος της ελλαδικής κομματοκρατίας είναι «πίθος των Δαναΐδων»; Οτι κανένας ποτέ δανεισμός δεν θα μπορέσει να κορέσει την τυφλή απαίτηση του κομματικοποιημένου Νεοέλληνα να τον πληρώνει το κράτος για να κάθεται;
Δεν ενδιαφέρεται ο κληρονομικώ χρίσματι πρωθυπουργός να αξιοποιήσει το σοκ της οικονομικής καταστροφής και την απώλεια αυτεξουσιότητας της χώρας για να ασφαλίσει τα λαϊκά συμφέροντα, να απαλλάξει τις αδύναμες κοινωνικές τάξεις από τον αντικοινωνικό σαδισμό των συνδικαλισμένων συμφερόντων. Να πατάξει τις «πορείες» που νεκρώνουν την αγορά και ρίχνουν στην ανεργία την υπαλληλία μικροεπιχειρήσεων και καταστημάτων. Να εφαρμόσει με συνέπεια τις διατάξεις του Συντάγματος για τον δημοσιοϋπαλληλικό συνδικαλισμό, να κολάσει αμείλικτα τον γκανγκστερικό εκβιασμό των απεργιών «κοινωνικού κόστους». Να προστατεύσει το λαϊκό σώμα από τους οργανωμένους υπονομευτές του λαϊκού συμφέροντος που επιδιώκουν μεθοδικά επίταση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, μήπως και πετύχουν, οι ψυχανώμαλοι, να φτάσουν στην εξουσία με «επανάσταση του προλεταριάτου»!
Ο ολίγιστος πρωθυπουργός μας και οι νεήλυδες επιτελείς του ασκούν την πολιτική (δηλαδή διαχειρίζονται τη ζωή μας και τα όνειρα των παιδιών μας) ωσάν να παίζουν πόκερ ή μπριτζ. Η λογική τους είναι, φανερά, λογική του παίκτη που θέλει να κερδίσει την παρτίδα, όχι ανθρώπων που πονάνε και μάχονται για κοινωνική αλλαγή, για τίμια επανίδρυση του διαλυμένου και διεφθαρμένου κράτους, για κοινωνική δικαιοσύνη και ποιότητα ζωής. Δεν μπορούν να σκεφθούν με τέτοιες προτεραιότητες. Αν μπορούσαν, θα είχαν πάψει να λένε ψέματα ή θα είχαν ζητήσει αυθόρμητα συγγνώμη για την πλησμονή της ψευδολογίας ότι «υπάρχουν χρήματα», ότι κομίζουν «πράσινη ανάπτυξη» και τα όμοια της παπανδρεϊκής ασύστολης κιβδηλίας.
Η οικονομική χρεοκοπία δεν είναι τεχνικό, διαχειριστικό πρόβλημα, είναι οργανικό σύμπτωμα κοινωνικής παρακμής, απώλειας «νοήματος» της συνύπαρξης, της μετοχής σε κοινωνία σχέσεων, στη χαρά του ανήκειν. Μια συλλογικότητα παρακμάζει όταν ο άσχετος, α-νόητος βίος εξαναγκάζει σε πληθωρισμό ιδιοτέλειας, σε παραίτηση από τη δημιουργία, σε χρησιμοθηρική αποκλειστικά εκδοχή της παραγωγικότητας. Το πραγματικό αίτιο της οικονομικής χρεοκοπίας είναι η υποβάθμιση των απαιτήσεων για ποιότητα ζωής, η υποκατάσταση της δημιουργικότητας του ανθρώπου από την ηδονιστική χρησιμοθηρία και την καταναλωτική βουλιμία, η έκλειψη της άμιλλας.
Ο ανθρωπολογικός τύπος του «πασόκου» ή του «νεοδημοκράτη» ή του «προοδευτικού αριστερού» δεν ενδιαφέρεται για το τι θα δημιουργήσει στη ζωή του, αλλά για το πώς θα βγάλει λεφτά, θα κερδίσει εύκολο χρήμα. Αυτή τη νοο-τροπία εκφράζει τυπικά ο τάχα και πολιτικός λόγος όλων των συντεχνιών του κομματικού παλκοσένικου, με αυτή τη «φιλοσοφία» οργανώνουν την παιδεία των Ελλήνων, τριάντα χρόνια τώρα, οι συμπλεγματικοί «εκσυγχρονιστές» των κομμάτων εξουσίας, αυτούς τους στόχους της εγωκεντρικής καταναλωτικής λαγνείας και του ακοινώνητου απαιτητή «δικαιωμάτων» καλλιεργούν οι έμποροι της τηλεοπτικής αποχαύνωσης.
Οι συντεχνίες όλες του κομματικού φάσματος είναι μέρος του προβλήματος, οι βασικοί συντελεστές του προβλήματος που βιώνει ο τόπος, γι’ αυτό και μοιάζει λογικά και πραγματικά αδύνατο να οδηγήσουν σε λύση, σε πραγματικό ξεπέρασμα της χρεοκοπίας. Θα συνεχίσουν να παζαρεύουν δάνεια, να υποδουλώνουν τη χώρα στους εγγυητές των δανείων, εξ ορισμού ανίκανοι να εμπνεύσουν στον λαό κίνητρα και στόχους παραγωγικότητας, ζωτικά αναπληρώματα των καταναλωτικών υστερήσεων.
Με άλλα λόγια: Είναι παράλογο και αντιφατικό να περιμένουμε από τα κόμματα την ανάκαμψη της οικονομίας, την επανίδρυση του κράτους, την ανασύνταξη της ελληνικής κοινωνίας. Εχουμε αναρίθμητα τεκμήρια, αναμφίβολες αποδείξεις, ότι δεν μπορούν να το κάνουν. Τα υπάρχοντα κόμματα έχουν ιστορικά τελειώσει, το πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι οριστικά φθαρμένο, ντροπιαστικά εκφαυλισμένο, γελοιωδώς ανίκανο, εγκληματικά ένοχο. Η χώρα χρειάζεται μεταπολίτευση, εκλογές για Συντακτική Συνέλευση, καινούργιο εξ υπαρχής Σύνταγμα.
Η καταστροφή που μόλις αρχίζουμε να βιώνουμε, νομοτελειακά επερχόμενη, είναι και η μεγάλη μας, μάλλον τελευταία, ιστορική ευκαιρία. Στον κοινής αποδοχής (πλην κρετινοειδών «Λακεδαιμονίων») Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια επιφύλαξε η Ιστορία το προνόμιο και την ευθύνη να σαρκώσει σε πράξη την ευκαιρία: Με σοβαρή προεργασία ανιδιοτελών συνταγματολόγων να συγκροτήσει κυβέρνηση επιστρατευμένων προσωπικοτήτων που θα αντιμετωπίσει με κοινωνικά κριτήρια την οικονομική χρεοκοπία, θα συγκαλέσει Συντακτική Εθνοσυνέλευση, θα δώσει στη χώρα καινούργιο Σύνταγμα.
Ενας καταστατικός χάρτης καταγωγικά ανυπότακτος στην κομματικά διεφθαρμένη μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας μπορεί να γίνει καταλύτης για ελπιδοφόρο κοινωνικό μετασχηματισμό.
Χρήστος Γιανναράς
Ελληνωνύμων ενεργός αφελληνισμός
Ένα εκπληκτικής σύλληψης άρθρο του φίλου Χρήστου Γιανναρά για την αλήθεια, τη χρησιμοθηρία, τους πολίτες, τη δημοκρατία, το νέο;; μουσείο της Ακρόπολης...
Συμφωνώ και επαυξάνω. Διαβάστε το.
"Το ζητείν απανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις", λέει ο Αριστοτέλης. Δεν ταιριάζει σε ελεύθερους και μεγαλόψυχους ανθρώπους να ζητάνε παντού τη χρησιμότητα, να αξιολογούν το κάθε τι κρίνοντας πρωταρχικά πόσο χρήσιμο είναι. Το πρωτείο της χρησιμότητας δηλώνει υποταγή στις ενστικτώδεις ορμές εγωτικής αυτοσυντήρησης, μικρόψυχη έγνοια ατομικής εξασφάλισης. Οχι ελευθερία από την αναγκαιότητα, όχι μεγαλοψυχία.
Στον γεωγραφικό χώρο που ορίζουν η ευρωπαϊκή και η ασιατική ακτή του Αιγαίου και το μεταξύ αρχιπέλαγος γεννήθηκε, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, το αίτημα να έχει προτεραιότητα η αλήθεια και όχι η χρησιμότητα. Γεννήθηκε η κριτική σκέψη: Η ανάγκη των Ελλήνων να διακρίνουν το πραγματικό από την ψευδαίσθηση, την αλήθεια από το ψέμα, την έγκυρη γνώση από την υποκειμενική εντύπωση. Να ξεχωρίσουν τον αξιόπιστο («πιστόν») από τον αναξιόπιστο («άπιστον») λόγο. Γεννήθηκε η φιλοσοφία, η επιστήμη.
Να γίνει ξεκάθαρο: Η προτεραιότητα της αλήθειας και όχι της χρησιμότητας δεν ήταν για τους Ελληνες ηθική επιταγή, ιδεαλιστικό αιτούμενο. Ηταν ανάγκη, ανάγκη κοινή, δηλαδή εμπειρικά κοινωνούμενη. Μια ανθρώπινη συλλογικότητα σημαδεύει την Ιστορία όχι με ηθικοπλαστικές «αξίες» και ιδεαλιστικές στοχεύσεις, αλλά με την ιεράρχηση των αναγκών της – ποια ανάγκη έρχεται πρώτη και ποια δεύτερη. Πρώτη ανάγκη για τους Ελληνες, μέσα από διεργασίες αιώνων, αναδύθηκε το αίτημα της αλήθειας. Στη μεσαιωνική και νεώτερη Ευρώπη (ώς σήμερα) το αίτημα των Ελλήνων υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό, αλλά παραλλαγμένο σε ανάγκη για αποτελεσματικότητα, που είναι η αναιδέστερη μορφή χρησιμοθηρίας. Γι’ αυτό και η «επιστήμη» της Δύσης οδηγεί οπωσδήποτε στη χρησιμότητα, ακόμα και του Αουσβιτς ή της Χιροσίμα.
Η αλήθεια, όσο υπήρχε Ελληνισμός, ήταν από μόνη της το μέγιστο αγαθό και η κριτική αναζήτηση του αληθούς υπηρετούσε την κοινή ανάγκη να προσδιοριστεί τελικά η αλήθεια όχι ως γνώση μόνο, αλλά και ως ύπαρξη. Να προσδιοριστεί το αληθινά υπαρκτό (το «όντως ον»): αυτό που υπάρχει χωρίς περιορισμούς, μεταβολές, φθορά – αυτό που δεν πεθαίνει. Να προσδιοριστεί το πραγματικά υπαρκτό, γιατί ανάγκη του Ελληνα ήταν να μιμηθεί τον «τρόπο» ύπαρξης του όντως υπαρκτού: ανάγκη να «αθανατίζει» ο άνθρωπος, όπως είπε ο Πλάτων.
Αυτή η δεύτερη κοινή (εμπειρικά κοινωνούμενη) ανάγκη γέννησε το δεύτερο άλμα των Ελλήνων στην πανανθρώπινη Ιστορία: Αλμα μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς» ή (με άλλη διατύπωση) από τη «φυσική κοινωνία» στην «πολιτική κοινωνία». Η «χρεία», η προτεραιότητα της χρησιμότητας, συγκροτεί κατά φυσική αναγκαιότητα (όχι κατ’ ελευθερίαν) τη συλλογική συμβίωση των ανθρώπων – με τον καταμερισμό της εργασίας και τις ανταλλακτικές σχέσεις κοινωνούνται οι βιοποριστικές ανάγκες, δημιουργείται η «φυσική κοινωνία». Με στόχο την κοινή πραγμάτευση του αληθούς, τη μίμηση του «τρόπου» της αθανασίας, γεννιέται η «πόλις», η «πολιτική κοινωνία»: μεταβάλλεται η αναγκαιότητα της συνύπαρξης σε ελεύθερο κοινό άθλημα να «αληθεύει» ο βίος, να είναι «κατ’ αλήθειαν» οι σχέσεις κοινωνίας.
Οι Ελληνες ονόμασαν «πόλιν» όχι τον αριθμητικά (ποσοτικά) διευρυμένο οικισμό, αλλά έναν άλλο «τρόπο» συλλογικότητας, θεσμικά και λειτουργικά ομόλογο του «αληθούς». Πιστοποιούσε η ελληνική εμπειρία ότι το αληθινά υπαρκτό στοιχείο της αισθητής πραγματικότητας (το άφθορο, αναλλοίωτο, αθάνατο) είναι ο δεδομένος και ανερμήνευτος «ξυνός» (κοινός) λόγος, η λογικότητα που προκαθορίζει το είδος και τις σχέσεις των υπαρκτών. Τα επιμέρους (ατομικά) υπαρκτά είναι φθαρτά, εφήμερα. Ομως, ο λόγος της μορφής και της δια-μόρφωσης των υπαρκτών είναι αιώνιος και αθάνατος, αυτός μεταβάλλει το σύμπαν σε «κόσμον» (κόσμημα) αρμονίας, ευταξίας, κάλλους.
Αυτή την κοσμιότητα των «κατά λόγον» και «ανά τον λόγον» σχέσεων, τον λόγο-τρόπο της αλήθειας και αθανασίας, θέλει να πραγματώσει η πολιτική κοινωνία, «ο μικρός της πόλεως κόσμος». Και η πραγμάτωση δεν είναι θέμα κοινής συμφωνίας («κοινωνικού συμβολαίου»), αλλά κοινού συνεχούς αθλήματος. «Πολίτης» είναι όποιος ελεύθερα δέχεται την τιμή να μετέχει στο άθλημα αληθείας που είναι η πολιτική. Την ευθύνη να τηρούνται οι όροι του αθλήματος την έχουν όλοι οι πολίτες, το «κράτος» (εξουσία - ευθύνη) το επιφορτίζεται όλος ο «δήμος» – το «πολίτευμα» (τρόπος λειτουργίας της «πόλεως») είναι «δημοκρατία».
Δυο ενδεικτικές συνέπειες έχει η τιμή να είσαι «πολίτης», μέτοχος του αθλήματος να αληθεύει ο βίος, του πολιτικού αθλήματος: Είναι αδιανόητο να θιγεί ή να κακωθεί το σώμα του πολίτη, αδιανόητη η σωματική βάσανος. Μαστιγώσεις, φραγγελώσεις, ακρωτηριασμοί, αυτονόητες σε εκείνους τους αιώνες ποινές, αποκλείονται στην ελληνική «πόλιν». Ο Σωκράτης καταδικάζεται από την Εκκλησία του Δήμου σε θάνατο (διότι και η δημοκρατία κάνει λάθη), αλλά δεν υπάρχει δήμιος να εφαρμόσει την ποινή: Θα πάρει μόνος του, ελεύθερα, να πιει το κώνιον ή θα φύγει από την πόλη.
Δεύτερη ενδεικτική συνέπεια: Οι πολίτες στη δημοκρατία δεν εκλέγονται στα θεσμικά αξιώματα, κληρώνονται. Οποιος έχει την τιμή να είναι πολίτης, είναι εξ ορισμού και ικανός για οποιοδήποτε αξίωμα - ευθύνη διαχείρισης των κοινών. Ούτε έχει σημασία το γεγονός ότι η πραγμάτωση της δημοκρατίας διήρκεσε ελάχιστες δεκαετίες, στην Αθήνα και μόνο. Την Ιστορία τη σημάδεψε η στόχευση των Ελλήνων, αυτή παραμένει πανανθρώπινο μέτρο και κριτήριο αποτίμησης των προτεραιοτήτων κάθε συλλογικότητας.
Βέβαια, το μέτρο - κριτήριο αλλοτριώθηκε, το καπηλεύτηκαν λαοί βαρβαρικοί χρησιμοθηρικών προτεραιοτήτων, κυρίως μετά την εξαφάνιση του Ελληνισμού από το ιστορικό προσκήνιο με την Τουρκοκρατία. Πόσοι καταλαβαίνουν σήμερα, στον διεθνή χώρο, ότι η «πολιτική» στοχεύει στον «κατ’ αλήθειαν» βίο, ότι η «δημοκρατία» προϋποθέτει άξονα μεταφυσικής αναζήτησης, ότι είναι άθλημα σχέσεων κοινωνίας, όχι «συμβόλαιο» για τη θωράκιση κάθε εγωτικής αυτονομίας.
Θεωρητικά, το ελλαδικό κρατίδιο που προέκυψε από την εξέγερση του 1821 θα μπορούσε να διασώσει, έστω και μόνο ως συνείδηση και μαρτυρία, την ειδοποιό διαφορά και ταυτότητα του Ελληνισμού μέσα στην Ιστορία. Ομως ποτέ δεν διδαχθήκαμε στην παιδεία του κρατιδίου, ούτε ως πληροφορία, τι σημαίνουν για την ανθρωπότητα τα δύο άλματα των κάποτε Ελλήνων: η γέννηση της κριτικής σκέψης και η ανάδυση της πολιτικής κοινωνίας.
Το ελλαδικό κρατίδιο είναι μια μιμητική απόφυση της Δύσης, δεν υπάρχει τίποτα ελληνικό στο ελλαδικό κρατίδιο – θεσμοί, παιδεία, Τέχνη, ατομική καλλιέργεια, όλα μεταπρατικά, όλα απομιμήσεις και πιθηκισμός. Γι’ αυτό και πανηγυρίζουμε ανίδεοι, οι Ελληνώνυμοι του βαλκανικού νότου, που ένας Αμερικανοελβετός έστησε απέναντι από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης τη βλάσφημη νεοπλουτίστικη αναίδεια της χρησιμοθηρίας αρχιτεκτονημένη – ναι, απέναντι στο σύμβολο του μεταφυσικού στόχου της πολιτικής, τον Παρθενώνα.
Και είναι το αρχιτεκτόνημα του Ελβετού απολύτως συντονισμένο με την τεταρτοκοσμική μας «δημοκρατία».
Ευτυχείτε.
Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_247_12/07/2009_321944
Περιγραφική αξιολόγηση - ομοιόμορφη ενδυμασία μαθητών γυμνασίου
Αποσπάσματα από τη διάλεξη που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 5 Απριλίου 2005 και ώρα 6 μ. μ. στην αίθουσα τελετών του Γυμνασίου Οινόης Καστοριάς με εισηγητή τον καθηγητή Φιλοσοφίας και Πολιτιστικής Διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ. Γιανναρά Χρήστο με θέμα «Περιγραφική αξιολόγηση - ομοιόμορφη ενδυμασία μαθητών γυμνασίου». Τη διάλεξη διργάνωσε ο Διευθυντής του Γυμνασίου Οινόης Γιώργος Πλεύρης.
"Αγαπητοί μου, κινδυνεύει απόψε να γίνει μια μετάθεση του κέντρου του ενδιαφέροντος. Δεν είναι η παρουσία η δική μου ή οποιουδήποτε, που μπορεί να αποτελέσει το κέντρο της σημερινής σύναξής μας εδώ.
Ευχαριστώ πάρα πολύ για την αγάπη σας, για την αγάπη όλων όσων μίλησαν προηγουμένως, αλλά απόψε εδώ συμβαίνει μια έκπληξη, και η έκπληξη είναι ότι επιτέλους για πρώτη φορά ένας σύλλογος διδασκόντων σ’ ένα γυμνάσιο της χώρας, και μάλιστα στην ακριτική περιοχή στην οποία βρισκόμαστε, παίρνει πρωτοβουλίες οι οποίες είναι ελπίδα, και οι πρωτοβουλίες δεν είναι, μη νομίζετε, κάποιο κοσμοσωτήριο πρόγραμμα.
Είναι μια πρόταση που τίθεται υπό συζήτηση, για να δούμε εάν μπορούμε να προαγάγουμε μόνοι μας την εκπαιδευτική διαδικασία. Προσέξτε τη διατύπωση: «μόνοι μας». Γι’ αυτό και λέω «μόνοι μας». Επιτέλους, όχι περιμένοντας εντολές από το διαβόητο κέντρο ή από κάποιες ηγεσίες στις οποίες εμπιστευόμαστε δεκαετίες τώρα τις τύχες της παιδείας και των παιδιών μας, εισπράττοντας συνεχώς απανωτές απογοητεύσεις.
Καθαρές κουβέντες: Αν θέλουμε να είμαστε μεταξύ μας τίμιοι και ειλικρινείς, δεν έχουμε άλλη πραμάτεια σ’ αυτόν τον τόπο, για να επιζήσουμε μ’ αυτήν. Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια επιβιώσαμε, βίωσε ο ελληνισμός όχι χάρις στην πολιτική του ισχύ, όχι χάρις στον οικονομικό πλούτο, αλλά χάρις μόνο στην παιδεία του, στον πολιτισμό του, στην κατά κεφαλήν καλλιέργειά του. Αυτό είναι το μόνο όπλο που διαθέτουμε. Εάν αυτό απεμποληθεί, εάν αυτό χαθεί, τελειώνει ιστορικά και ο ελληνισμός. Νομίζω ότι μας πονάει αλλά πρέπει, αυτή είναι η γνώμη μου και την καταθέτω, μόνο έτσι πρέπει να δούμε το πρόβλημα. Υπάρχουν ιστορικοί λαοί που περνάμε στην παρακμή και την εξαφάνιση. Καμιά ρητορεία εθνικιστική και κανένας ψευδορομαντισμός ή ψευδοαισιοδοξία δεν μπορεί να αναστρέψει την αναγκαιότητα της ιστορίας. Λαοί που παρακμάζουν εξαφανίζονται.
Λοιπόν, ο ελληνισμός ακόμα σώζει, νομίζω, και μπορεί να σώσει δυνάμεις παιδείας, πολιτισμού, κατά κεφαλήν καλλιέργειας, αλλά - πάλι υποκειμενική γνώμη, τα καταθέτω προς συζήτησιν όλα αυτά - νομίζω ότι έχουμε αρκετή πείρα για να πούμε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε σε τόσο ουσιώδεις τομείς της ζωής μας τα πάντα από το λεγόμενο κράτος. Έτσι όπως έχει εξελιχθεί το κρατικό σχήμα του λεγόμενου «έθνους – κράτους», μεγάλο πρόβλημα από τις αρχές του 19ου αιώνα και εξής, μοιάζει να στοιχειοθετεί όλο και πιο φανερά μια απόσταση, μια ρήξη ανάμεσα σε ότι ονομάζουμε κρατική μηχανή, κρατικό μηχανισμό και κοινωνική πραγματικότητα.
Κάποτε οι Έλληνες λέγανε, για την πατρίδα τους, για τον τόπο τους: «Φτιάξαμε σχολειό, φτιάξαμε πλατεία, φτιάξαμε εκκλησιά, φτιάξαμε υδραγωγείο». «Φτιάξαμε».
Δυστυχώς, μεσολάβησε μια μακρά περίοδος πολλών δεκαετιών που εμφιλοχώρησε μια άλλη νοοτροπία και περιμένουμε τα πάντα να μας τα φτιάξει το κράτος, τα πάντα να έρθουν «άνωθεν». Και πάνω σ’ αυτήν την αναμονή - και πάλι θα μου συγχωρέσετε την πολλή ειλικρίνεια – ποντάρει η κομματική εκμετάλλευση. Και είμαστε θύματα αυτής της εκμετάλλευσης, χωρίς να μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε πολλές φορές. Κάποτε να ξαναπάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Δε λέω ούτε να παρανομήσουμε, ούτε να αγνοήσουμε τα κόμματα, που είναι η προϋπόθεση αυτού του δημοκρατικού πολιτεύματος που έχουμε, αλλά να μη χάσουμε αυτό το δυναμισμό που κράτησε τον ελληνισμό ζωντανό μέσα από αιώνες πάρα πολύ δύσκολους και πάρα πολύ σκληρούς.
Το δυναμισμό της κοινότητας, το δυναμισμό της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής μας συγκρότησης.
Λοιπόν, με αυτήν την εισαγωγή θα ήθελα να υπογραμμίσω - και να ξαναρθώ στην πρώτη φράση που είπα - ότι αυτό που συμβαίνει απόψε, για μένα προσωπικά, είναι μια πολύ μεγάλη ελπίδα. Μακάρι κάποτε οι σύλλογοι των καθηγητών κάθε σχολείου, δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, να πάρουν πρωτοβουλίες. Πρωτοβουλίες στο να θέσουν θέματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, του εκπαιδευτικού προβληματισμού, θέματα τα οποία κατά κανόνα δεν τίθενται ούτε καν από τις μεγαλεπήβολες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που θεωρεί υποχρέωσή του κάθε καινούργιο κόμμα που έρχεται στην εξουσία να επιβάλει. Τα ουσιώδη προβλήματα της εκπαίδευσης, φοβούμαι - πάντα μιλώ υποκειμενικά, προς συζήτησιν - πως δεν τίθενται. Λοιπόν, να έρθουν από κάτω τα ουσιώδη, να τα θέσουμε εμείς, να τα θέσουν οι δάσκαλοι που έχουν την άμεση εμπειρία, που σηκώνουν, πώς το λέει το Ευαγγέλιο, «το μόχθο της ημέρας και τον καύσωνα». Λοιπόν, σήμερα έχουμε δύο τέτοια θέματα να συζητήσουμε.
Αλλά πριν προχωρήσω στις λίγες σκέψεις που έχω να πω στα συγκεκριμένα θέματα, θα ήθελα να δώσω κάποια παραδείγματα για το τι θεωρώ και τι υπαινίσσομαι ως ουσιώδη προβλήματα της εκπαίδευσης σήμερα, πάντοτε έχοντας μπροστά μας τη βεβαιότητα ότι από την εκπαίδευση δεν εξαρτάται απλώς κάποια ανετότερη διαβίωση του ελληνικού πληθυσμού, κάποιες καλύτερες οικονομικές συνθήκες, κάποια αύξηση της παραγωγικότητας ή οτιδήποτε άλλο, αλλά εξαρτάται η ίδια η επιβίωσή μας. Κι όταν λέω επιβίωση θα το κάνω ακόμα πιο σαφές, συγχωρέστε με, όλο συγνώμη ζητώ αλλά αισθάνομαι ότι πρέπει να μιλήσω πολύ ειλικρινά, το κύριο ερώτημα, αυτό που κρίνει την εκπαιδευτική προσπάθεια, θα έλεγα ότι είναι ένα ωμό, προκλητικά ωμό ερώτημα. Εάν ένα κομμάτι της σήμερα ελληνικής επικράτειας περιέλθει σε ξένο ζυγό, τι θα αλλάξει στη ζωή του ανθρώπου; Εάν τα σουπερμάρκετ παραμείνουν ίδια, εάν η οικονομική ευζωία εξασφαλιστεί, εάν δεν ξέρω τι άλλο, τι θα αλλάξει; Επομένως τι έχω να υπερασπίσω ως Έλληνας αν αύριο απειληθεί η χώρα μου; Νομίζω ότι εάν δεν απαντηθεί αυτό το πρόβλημα, δεν έχει κανένα νόημα ότι ονομάζουμε παιδεία, εκπαίδευση κλπ. Απλώς καταντάει μια χρησιμοθηρία, η οποία, εδώ θα μου επιτρέψετε να θυμηθώ τον Αριστοτέλη ο οποίος έλεγε «το ζητείν απανταχού το χρήσιμο, ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις». Για τον Αριστοτέλη, στην εποχή του, το να είναι κανείς ελεύθερος και μεγαλόψυχος ήταν ασύλληπτα απλό, είχε προβάδισμα έναντι της οποιασδήποτε χρησιμότητας.
Λοιπόν, στη σημερινή ορολογία και γλώσσα θα έλεγα, θα μιλούσαμε ίσως για μια ποιότητα ζωής, η οποία ενδιαφέρει πριν από κάθε τι άλλο. Ξέρετε, είναι κοινότοπο, μπορεί να απολαμβάνει κανείς πάρα πολλά υλικά αγαθά, και η ζωή του να είναι πραγματικά δίχως νόημα, δίχως περιεχόμενο, ένα μαρτύριο μοναξιάς πιθανόν, εάν δεν υπάρχουν κάποιες ποιότητες που να έχουν την απόλυτα πρωτεύουσα θέση. Έτσι θέλω να πω ένα παράδειγμα τέτοιων προβλημάτων ουσιωδών εκπαιδευτικής διαδικασίας, που δεν άκουσα ποτέ να τίθενται από τον πολιτικό λόγο των τελευταίων δεκαετιών. Σκεφτείτε πώς μεγαλώνει σήμερα ένα παιδί. Μόλις πάρει συνείδηση του εαυτού του, ένα παιδί σήμερα μπορεί να έχει τα πάντα στη διάθεσή του πατώντας ένα κουμπί. Πατάει ένα κουμπί κι έχει φως, πατάει ένα άλλο κουμπί κι έχει θερμότητα, ένα τρίτο κουμπί κι έχει εικόνα, ένα τέταρτο κι έχει μουσική. Άθελά του, ασυνείδητα, ανεπίγνωστα, αυτό το αυτονόητο, ότι τα πάντα είναι υποταγμένα στο εγώ του, και μπορώ να έχω αμέσως αποτέλεσμα, δημιουργεί ένα συγκεκριμένο ψυχισμό, επαναλαμβάνω, χωρίς την ευθύνη του παιδιού, άθελά του.
Για να το κατανοήσουμε αυτό, θυμηθείτε ή σκεφτείτε, πώς λειτουργούσε ένα παιδί αντίστοιχα στη λεγόμενη αγροτική κοινωνία, όπου για να έχει φως έπρεπε να ανάψει το λυχνάρι, δηλαδή να έρθει σε μια σχέση με τα συγκεκριμένα υλικά τα οποία πρέπει να σεβαστεί και πρέπει να βρει το μυστικό τους, για να μπορέσουν να αποδώσουν το αποτέλεσμα που χρειάζεται. Το ίδιο για να εκπέμπουν θερμότητα, θα ανάψει φωτιά - δεν είναι εύκολο ν’ ανάψεις φωτιά με ξύλα. Πρέπει κάτι, θα έλεγα, κάτι να λειτουργήσει ως σχέση σου με το υλικό. Να μάθεις να σχετίζεσαι με το υλικό. Και για να μάθεις να σχετίζεσαι, πρέπει να παραιτηθείς απ’ την παντοδυναμία της αυθαίρετης χρήσης του υλικού, να υποταχθείς κάπως στο υλικό. Το ίδιο και πολλές άλλες εκφράσεις. Αυτή η στάση του παιδιού της αγροτικής κοινωνίας, σχηματοποιώ υπερβολικά αλλά για να δώσω την εικόνα, δημιουργεί έναν άλλον ψυχισμό, άλλες ευαισθησίες, άλλα αντανακλαστικά προτεραιότητας, που δίνουν ακριβώς προτεραιότητα στη σχέση, στο μοίρασμα της θέλησής μου με κάτι άλλο.
Το παιδί της σημερινής κοινωνίας, φοβάμαι ότι δε μαθαίνει κάτι τέτοιο. Ακόμα κι όταν έρχεται στη σχολική κοινότητα, έρχεται με τη νοοτροπία - πάλι υπερβάλλω για να δώσω την εικόνα - λίγο ή πολύ, του καταναλωτή. Υπάρχει ένα θαυμάσιο βιβλιαράκι και θα το αναφέρω, ενός μουσικολόγου Άγγλου, του Christopher Smor, έχει βγει στα ελληνικά με τον τίτλο «Μουσική, κοινωνία, παιδεία». Είναι απ’ αυτά τα βιβλιαράκια, μου αρέσει να τα ονομάζω «ξεστραβωτικά». Σου ανοίγουν τα μάτια σε θέματα που δεν τα είχες μέχρι τώρα σκεφτεί. Και πρέπει σαφώς να είναι το καταστάλαγμα μιας μακράς εμπειρίας αυτού του ανθρώπου. Λοιπόν, αυτός δείχνει το πώς στα πλαίσια του σημερινού υλικού υποδείγματος πολιτισμού, η μουσική, απ’ αυτήν ξεκινάει, λειτουργεί καταναλωτικά. Δηλαδή, για να απολαύσω μια μουσική εκτέλεση, θα αγοράσω ένα εισιτήριο, θα πάω σε μια αίθουσα, θα καθίσω δίπλα σε κάποιους άλλους άγνωστους προς εμένα, χωρίς καμιά επικοινωνία μ’ αυτούς, και θα καταναλώσω αυτό που μια συμφωνική ορχήστρα θα μου προσφέρει. Επαναλαμβάνω ακοινώνητα, άσχετα με τους γύρω μου. Στην παραδοσιακές κοινωνίες, οπουδήποτε στον πλανήτη, αυτό είναι κάτι ακατανόητο. Η εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, ήταν ένα κοινωνικό γεγονός. Συμμετείχε στην εκτέλεση όλη η κοινότητα, γι’ αυτό και ποτέ κάποιο μουσικό κομμάτι δεν ήταν ίδιο κάθε φορά που εκτελείτο.
Και το μεταφέρει αυτό το παράδειγμα στην εκπαίδευση, και λέει ότι αντίστοιχα η εκπαίδευση προϋποθέτει το παιδί καθισμένο σ’ ένα θρανίο και κάποιον που είναι ο φορέας των πληροφοριών, και του προσφέρει τις πληροφορίες που αυτό πρέπει να καταναλώσει δίχως να λειτουργεί καμιά κοινωνία σχέσεων. Τέτοια δεδομένα, επαναλαμβάνω στο επίπεδο το ασυνείδητο, το μη θεληματικό, οδηγούν στη διάπλαση ενός ψυχισμού, ενός χαρακτήρα που καταλήγει, για παράδειγμα, πώς να φτάσει αυτό το παιδί να ερωτευθεί, σε ηλικία να ερωτευθεί; Δεν ξέρει, δεν έχει μάθει να μοιράζεται τίποτα. Νομίζει ότι και πάλι θα πατήσει ένα κουμπί και θα έχει αποτέλεσμα. Βλέπει τον άλλον ως ένα μέσο ή τρόπο για να υπηρετηθούν και πάλι οι ατομικές, εγωκεντρικές του απαιτήσεις. Και επαναλαμβάνω, δεν έχει ευθύνη ίσως γι’ αυτό. Κανείς δεν του έμαθε το άλλο, τη σχέση, την έξοδο από το «εγώ», την πραγματοποίηση πραγματικά μιας κοινωνίας.
Σκεφτείτε τι πλούτο εμπειρικό συνοψίζει αυτή η ελληνική λέξη «κοινωνία».
Μέσα απ’ αυτή τη μακρά εισαγωγή, θέλω να έρθω στα δύο συγκεκριμένα θέματα, τα οποία ο σύλλογος των διδασκόντων θέτει σήμερα και πρέπει να απαντήσουμε.
Εγώ δεν είμαι ειδικός ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο. Και το ότι με κάλεσαν μου είναι μεγάλη χαρά και μεγάλη τιμή. Θα πω κυρίως για το πρώτο κάποιες σκέψεις, οι οποίες δεν έχουν καμιά αυθεντία, γι’ αυτό μη με πάρετε στα σοβαρά. Θα καταθέσω απλώς την εμπειρική μου άποψη. Ας πούμε, στην προοπτική αυτού του κινδύνου, αυτής της απειλής, ενός ακοινώνητου βίου, μιας αδυναμίας σχέσης, της απειλής ενός ανέραστου βίου, νομίζω ότι η σχολική κοινότητα είναι μια δυνατότητα δημιουργικής αντίστασης.
Όλοι οι τρόποι σήμερα, οι περισσότεροι με τους οποίους δημιουργεί συλλογικότητα, μας οδηγούν σε μια τρομοκρατία, ατομικά δικαιώματα, ατομικές επιθυμίες, ατομικές ορέξεις, ατομική κατανάλωση, μόνοι ο καθένας απέναντι σε μια τηλεόραση που μας κάνει πλύση εγκεφάλου και μας οδηγεί εκεί που θέλουν κάποιοι να μας οδηγήσουν. Η σχολική κοινότητα είναι κάτι άλλο. Η προϋπόθεση της ομοιόμορφης ενδυμασίας είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένας βασικός όρος για να λειτουργήσει ως κοινότητα το σχολείο. Να λειτουργήσει, θα πω τη λέξη, με όρους δημοκρατικούς, δηλαδή χωρίς προτεραιότητα του ατομοκεντρικού, καταναλωτικού μοντέλου.
Είχα την εμπειρία, δίδασκα στη μέση εκπαίδευση για λίγα χρόνια, τότε, όταν έγινε αυτή η μεταβολή από την ομοιόμορφη ενδυμασία στην ποικιλόμορφη ενδυμασία, και θα έλεγα ότι σ’ αυτό είχα και μια προσωπική εμπειρία, πώς άλλαξε ριζικά η ατμόσφαιρα του σχολείου μόλις εισήχθη η ποικιλόμορφη ενδυμασία. Αμέσως, άρχισαν στην πράξη ταξικές διαφοροποιήσεις. Αμέσως ξεχώρισε το παιδί που μπορούσε να φοράει lacoste και timberland και δεν ξέρω τι άλλη μάρκα από το άλλο παιδί που δεν είχε την οικονομική δυνατότητα γι’ αυτό. Η ομοιόμορφη ενδυμασία βέβαια, ίσως σε κάποιους παλαιότερους και από εμένα, ανακαλούσε ένα είδος «στρατωνισμού» στο σχολείο. Κουρεμένα κεφάλια, πηλίκια, αυτά τότε είχαν διαφημιστεί. Με συγχωρείτε, υπάρχουν οι υπερβολές σε οτιδήποτε, αλλά είναι έγκλημα να κάνουμε αυτό που λένε οι Άγγλοι, «μαζί με το νερό του μπάνιου να πετάμε και το μωρό». Λοιπόν, η κατάργηση της ομοιόμορφης ενδυμασίας, μιας κοινής, λιτής ενδυμασίας σ’ όλα τα παιδιά, νομίζω ότι αφαίρεσε τη δυνατότητα να αισθάνεται το παιδί ότι εδώ εντάσσομαι σε μία κοινότητα όπου το πρωτεύον είναι οι σχέσεις κοινωνίας. Να μην επιδιώκω το διαφορετικό, προσέξτε με, αλλά να επιδιώκω τη μοναδικότητά μου, γνωρίστε με.
Για να το κάνω πιο σαφές αυτό, πάλι θα πω μια υποκειμενική ερμηνεία. Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει τις λεγόμενες ελληνικές φορεσιές της παράδοσής μας, που φορούν τα κορίτσια που είναι ντυμένα εδώ. Συνήθως αυτές οι φορεσιές, ειδικά στη γυναίκα, κρύβουν όλο το σώμα, καλύπτουν όλο το σώμα και αφήνουν έξω το πρόσωπο, δηλαδή το κατεξοχήν σημείο της ετερότητας του ανθρώπου, της μοναδικότητας. Βέβαια, ακόμα και η πιο βαριά ενδυμασία δεν μπορεί να κρύψει αυτό που λέμε «χάρη» ενός ανθρώπου, μιας γυναίκας ειδικά, χάρη στην κίνηση, στον αέρα. Αλλά εμένα με εντυπωσιάζει πάρα πολύ το τι ύψος πολιτισμού ήταν αυτό, το οποίο επικέντρωνε την προσοχή, τη γνωριμία με τον άλλο, σε ό,τι έχει πιο προσωπικό, πιο ιδιάζον, ανόμοιο, ανεπανάληπτο. Να μην κάνω τη σύγκριση με τις σημερινές τάσεις και τη σημερινή χρήση του ανθρώπινου κορμιού, γιατί θα πάω σε πολύ κοινά πράγματα , πώς αντικειμενοποιείται, «γίνεται αντικείμενο του είδους» το ανθρώπινο κορμί, έτσι ώστε να έχω να επιλέξω ανάμεσα σε αντικείμενα των πληρέστερων δυνατών αναλογιών ή αντικειμενικής αρτιότητας. Δεν επιλέγω προσωπικότητα.
Προσωπικότητα, θα ξαναπώ τη λέξη, σημαίνει πάντα ετερότητα, το μοναδικό, το ανόμοιο, το ανεπανάληπτο που ανακαλύπτω στον άλλο και που οδηγεί πραγματικά στον έρωτα. Και το συναρπαστικό σ’ αυτήν τη συνάντηση είναι ότι από εκείνη τη στιγμή αρχίζει μια άλλη γνώση του άλλου και μια άλλη γνώση του εαυτού μου, αυτό είναι το απίστευτο. Λοιπόν, η ομοιόμορφη ενδυμασία με παρέπεμψε σ’ αυτήν την παράδοση της φορεσιάς που απηχεί αυτήν την ανθρωπολογική προτεραιότητα, την προτεραιότητα του προσώπου (Δέστε τι όμορφη λέξη: πρόσωπον. Η πρόθεση προς και το ουσιαστικό ώψ, γενική ωπός. Έχω την όψη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι έναντι. Και δέστε την αντίθεση προς τη λέξη άτομο: το α το στερητικό και το τέμνω, τομή. Είναι η μονάδα, η αριθμητική μονάδα ενός ομοειδούς συνόλου, η απρόσωπη, που μόνο με αριθμό μπορεί να προδιοριστεί, με έναν αριθμό ταυτότητας ή φορολογικού μητρώου κλπ). Η ετερότητα μόνο προσωπική μπορεί να είναι, μόνο όταν είμαι έναντι. Λέμε στην καθημερινή κουβέντα: «Ξέρεις τον κύριο τάδε;», «Όχι, έχω ακούσει γι’ αυτόν». Όχι αν έχεις ακούσει∙ τον ξέρεις; Έχεις έρθει σε μια αμεσότητα σχέσης μαζί του; Μόνο σ’ αυτήν τη σχέση μπορείς να γνωρίσεις την προσωπική ετερότητα του άλλου. Αυτή, λοιπόν, η εμμονή στην ετερότητα μέσα από την κάλυψη των ατομικών στοιχείων, που επιφέρει η ομοιόμορφη ενδυμασία, νομίζω ότι είναι ένα καίριο βήμα δημοκρατίας στην εκπαίδευση, αλλά προσωποκεντρικής, διότι μόνο έτσι οι Έλληνες καταλάβαιναν πάντα τη δημοκρατία, όχι ως ισοπεδωτική αριθμητική εκδοχή ενός συνόλου αλλά ως κοινότητα όπου αναγνωρίζεται και διαπρέπει η ετερότητα του καθενός.
Εκεί που έχω περισσότερες δυσκολίες λόγω άγνοιας είναι η αναλυτική αξιολόγηση. Λέω άγνοια διότι απ’ ό,τι κατάλαβα οι καθηγητές θέτουν υπό κρίσιν και υπό συζήτησιν έναν τρόπο, μία μέθοδο που θα ευκολύνει τη σχέση και πάλι, και μέχρι εκεί μ’ ενθουσιάζει, του δασκάλου με το γονιό και το παιδί, δηλαδή να μπορέσουν να μεταφέρουν στο γονέα και στο παιδί μια κατά το δυνατόν αμεσότερη εικόνα των επιδόσεων του παιδιού. Να μην είναι απλώς μια αριθμητική αξιολόγηση, πήρες δέκα, πήρες εννέα, πήρες οκτώ, που αφήνει πάρα πολλές φορές κενά – γιατί και στο Πανεπιστήμιο το ίδιο γίνεται, έρχεται ο φοιτητής και σου λέει: «Γιατί μου ’βαλες τέσσερα, δε μου ’βαζες πέντε, μια μονάδα διαφοράς είναι». Λοιπόν, η αριθμητική αξιολόγηση έχει πολλά υστερήματα. Ταυτόχρονα, η προφορική ανάλυση, που θα ήταν ίσως κατά τα γνώμη μου η πολυτιμότερη, να μπορεί ο δάσκαλος να εκθέσει, να αναλύσει και στο γονιό και στο παιδί τις αδυναμίες που παρουσιάζει, τις ελλείψεις του, το τι θα πρέπει να κάνει για να τις αναπληρώσει, ή στην περίπτωση των αρίστων ακόμα, να αναλύσει τις ιδιάζουσες δυνατότητες που διακρίνει σ’ αυτό το παιδί, να λειτουργήσει πραγματικά μ’ έναν τρόπο δημιουργικού χειραγωγού, ν’ ανοίξει ορίζοντες στο παιδί, αυτό, ναι, θα ήταν ίσως το πληρέστερο – και θα ήθελα τη γνώμη σας πάνω σ’ αυτό – αλλά καταλαβαίνω ότι όποτε λειτουργούμε σε μια συλλογικότητα, αναπόφευκτα χρειαζόμαστε κι έναν καμβά λίγο πιο συγκεκριμένο, λίγο πιο αντικειμενοποιημένο, ώστε να μπορέσουμε μ’ αυτόν τον καμβά να αρθρώσουμε τις δυνατότητες αξιολογικών κρίσεων και προτεραιοτήτων. Αλλά, επαναλαμβάνω, αυτήν την τοποθέτηση μπορώ να κάνω για το θέμα των αναλυτικών αξιολογήσεων, δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο και περιμένω στη συζήτηση ίσως να εμφανιστούν περισσότερα στοιχεία.
Κάπου εδώ θα τελείωνα αυτήν την εισήγηση υπενθυμίζοντας αυτό με το οποίο ξεκίνησα και το οποίο με συνέχει πραγματικά από την πρώτη στιγμή που μου τηλεφώνησε ο κύριος Πλεύρης και μου έκαμε αυτήν την πρόσκληση: ένα Γυμνάσιο στην άκρη της Ελλάδας παίρνει μια πρωτοβουλία και ξεκινάει να θέσει τα προβλήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, να τα κουβεντιάσει και νόμιμα, μέσα στα πλαίσια που προβλέπει η αντίστοιχη νομοθεσία, να πάρει πρωτοβουλίες. Εάν αυτό επεκταθεί, εάν ένα δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, δέκατο γυμνάσιο, λύκειο, δημοτικό σχολειό αρχίσει να λειτουργεί έτσι, επιτέλους θα υπάρχει ελπίδα.
Δεν θα περιμένουμε απ’ τον κάθε, ας πω και καμιά κακία, έτσι να ξεσπώ, από τον κάθε άσχετο που τίθεται κατά καιρούς επικεφαλής του Υπουργείου Παιδείας να σώσει πραγματικά αυτόν τον τόπο στη μόνιμη προοπτική επιβίωσής του, που είναι η άνοδος της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, η διάσωση του πολιτισμού των Ελλήνων, που χωρίς ρητορεία, χωρίς συναισθηματισμούς, δεν μπορούμε να μην το πούμε, έχει μια ισχύ και μια δυναμική ιστορική μόνο εάν συνιστά πρόταση που ενδιαφέρει πανανθρώπινα. Μόνο εάν η εθνική πρόταση μπορεί να είναι πρόταση που πανανθρώπινα μπορεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του ανθρώπου. Εάν ακόμα μέχρι σήμερα, οπουδήποτε της γης κι αν πάτε, από το Τόκυο μέχρι το Αζερμπαϊτζάν, τη Νέα Υόρκη, οπουδήποτε, μπαίνοντας σ’ ένα βιβλιοπωλείο, θα δείτε μπροστά σας τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, το Θουκυδίδη, τις βυζαντινές εικόνες. Γιατί; Έχουν κάποια συναισθηματική προτίμηση σε μας τους Έλληνες; Όχι. Πολύ απλά, γιατί αυτά τα κείμενα εξακολουθούν να τους ενδιαφέρουν, εξακολουθούν να ενδιαφέρουν πανανθρώπινα. Αυτός ήταν ο ρόλος του ελληνισμού, και αν πάψει να είναι αυτός ο ρόλος του, δεν έχει νόημα ιστορικής ύπαρξης.
Και αυτός ο υψηλότατος στόχος δεν μπορεί να ξεκινήσει, αυτό έχω καταλάβει και αυτό σας καταθέτω, δεν μπορεί να ξεκινήσει παρά από πρωτοβουλίες ομάδων όπως οι διδάσκοντες στο Γυμνάσιο Οινόης."