Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρωπολογικού τύπου που πλεονάζει σε κοινωνίες ή εποχές παρακμής, είναι η παράκαμψη της λογικής. Δηλαδή της κριτικής λειτουργίας του νου. Και πρωταρχικό πεδίο για να λειτουργήσει κριτικά ο νους, είναι να μεταφράζει το λογικό άτομο τις ανάγκες του σε στόχους. Να ιεραρχεί τους στόχους, να συνάγει προτεραιότητες, να κρίνει αν πραγματοποιούνται και σε ποιο ποσοστό οι στόχοι του, πόσο σωστά (μεθοδικά) τους επιδιώκει.
Από το πρωταρχικό αυτό πεδίο κριτικής λειτουργίας του νου πηγάζει όχι μόνο η ιεράρχηση των αναγκών αλλά και τα κριτήρια της ιεράρχησης – η διαφοροποίηση των κριτηρίων που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς. Οι πολιτισμοί διαφοροποιούνται επειδή διαφοροποιείται η ιεράρχηση των αναγκών, τα μέτρα – κριτήρια της ιεράρχησης, το «νόημα» (λόγος ή αλογία) από το οποίο αντλούνται τα μέτρα – κριτήρια. «Νόημα» είναι η ερμηνεία – αιτιολόγηση που δίνει ο άνθρωπος στην ύπαρξή του και στη συνύπαρξη, στο εγώ και στο έναντι.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα πρωτόγονων κοινωνιών ή κοινωνιών παρακμής είναι η «απώθηση» (ασυνείδητη άρνηση, παράκαμψη, απόρριψη), από την πλειονότητα, του ερωτήματος για «νόημα» της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Απώθηση, επομένως και παραίτηση (ανεπίγνωστη και αυτή) από την κριτική λειτουργία του νου, τη λογική των ιεραρχήσεων, της αξιολόγησης προτεραιοτήτων. Οι ανάγκες αποσυνδέονται από κριτικές ιεραρχήσεις, από στοχεύσεις με «νόημα»: αποσπώνται από κάθε λογικό πλαίσιο. Δικαιώνονται μόνο ενορμητικά: από τις ενστικτώδεις απαιτήσεις ηδονής, αυτοσυντήρησης, επιβολής.
Στις κοινωνίες αυτές, αν κάποιοι επιμένουν στην προτεραιότητα της λογικής, της κριτικής λειτουργίας του νου, σαν σε ανάχωμα στην αλογία της ζούγκλας, χαρακτηρίζονται σχετλιαστικά «διανοούμενοι», «οραματιστές της ουτοπίας». Το να ζητάνε ιεράρχηση των αναγκών, αξιολόγηση προτεραιοτήτων και «νόημα» γι’ αυτή την ιεράρχηση, τιτλοφορείται ευγενικά «αθεράπευτος ρομαντισμός». Το να επιδιώκουν κρίση και έλεγχο του ποσοστού πραγματοποίησης ζωτικών για τη λειτουργικότητα της κοινωνίας στόχων, καταγγέλλεται σαν «αναφορά και προσήλωση σε έναν τέλειο κόσμο, που η σύγκρισή του με την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης».
Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν στην προτεραιότητα της ανάγκης για κοινωνούμενη λογική, για κοινωνική επαλήθευση των κριτηρίων της λογικής, για «νόημα» των λογικών στόχων, «ρέπουν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία, θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». Είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός επιστητού». Ευτυχώς όμως που «οι σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος στους διανοούμενους αυτού του είδους».
Τέτοιες θεωρήσεις και αποτιμήσεις ευδοκιμούν πληθωρικά σε κοινωνίες παρακμής σήμερα ή παλιμβαρβαρικού πρωτογονισμού. Λοιδορούν την εμμονή στον κριτικό κοινωνιοκεντρισμό και προσπαθούν να τη διασύρουν σαν γραφική, εξωπραγματική. Αλλά, δυστυχώς, δεν διευκρινίζουν τι ακριβώς θεωρούν «ανάπτυξη» και πώς ορίζουν τις «αναπτυγμένες σημερινές κοινωνίες που δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος» στη δυναμική της πάντοτε ανοιχτής στη δοκιμασία του κριτικού ελέγχου στοχοθεσίας.
Είναι αλήθεια πως ό,τι ονομάζουμε σήμερα «δημοσιότητα» σε διεθνές επίπεδο (δημόσιος λόγος, πληροφόρηση, κατεστημένα πρότυπα ψυχαγωγίας, νοο-τροπίας, συμπεριφορών) προβάλλει ως αυτονόητη εκδοχή της «ανάπτυξης» και της «προόδου» τις κοινωνίες τις απόλυτα υποταγμένες στους νόμους (ανεξέλεγκτες απαιτήσεις) της «ελεύθερης αγοράς». Είναι ο θρίαμβος του τύπου της κοινωνίας που ο Popper χαρακτήριζε «κλειστή»: στεγανά εγκλωβισμένη σε αυτάρεσκη αυτάρκεια και αρραγείς βεβαιότητες, με θεσμικά αποκλεισμένο κάθε ενδεχόμενο απόκλισης από την απόλυτη προτεραιότητα του απολυτοποιημένου καταναλωτισμού, κάθε πιθανότητα να εμφανιστούν απαιτήσεις για νοηματοδότηση του βίου με στοχοθεσίες ανυπότακτες στη δεσποτεία της αγοράς.
Στις «κλειστές» κοινωνίες σήμερα λειτουργούν τυπικά όλοι οι θεσμοί της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»: Πολυκομματισμός, σύνταγμα, κοινοβούλιο, ανεξάρτητες αρχές, τοπική αυτοδιοίκηση. Αλλά λειτουργούν οι θεσμοί με τους όρους και τον «τρόπο» της αγοράς: Τα κόμματα παράγουν (υποτίθεται) και διακινούν (σίγουρα) προϊόντα – προτάσεις διαχείρισης της οικονομίας. Τα κομματικά προϊόντα ανταγωνίζονται με τους όρους της εμπορικής διαφήμισης: ποιο θα ξεγελάσει δολιότερα τον καταναλωτή πολίτη. Το κόστος διαφήμισης των κομματικών προϊόντων είναι ιλιγγιωδώς το υψηλότερο της αγοράς, γι’ αυτό και η κομματική διαφήμιση χρηματοδοτείται (με το αζημίωτο) από τους ισχυρούς της αγοράς.
Οι δε ψηφοφόροι δίνουν την ψήφο τους ποντάροντας κυρίως στο ατομικό τους οικονομικό όφελος. Η κοινωνία, το «νόημά» της, οι στόχοι της δεν έχουν θέση στο πολιτικό σύστημα των «αναπτυγμένων» κοινωνιών.
Ετσι, όσοι ακόμα επιχειρούν να διασώσουν την κοινωνική δυναμική της κριτικής λειτουργίας του νου, αναπόφευκτα μάχονται στο σύνολό της την αγοραία λογική του πολιτικού συστήματος, το συνολικό σύμπτωμα εμπορευματοποίησης της πολιτικής. Γι’ αυτό λοιδορούνται ότι τα ξέρουν όλα, έχουν γνώμη για όλα. Αλλά η μετάβαση από τον «όνυχα» στον «λέοντα», από το επιμέρους σύμπτωμα στη γενικευμένη πιστοποίηση, δεν είναι οπωσδήποτε αυθαίρετη, όπως δεν είναι και κάθε γενικευμένη πρόβλεψη μια «οραματική προφητεία»:
Οταν το 2004 εκλέχθηκε θριαμβευτικά ο Κ. Καραμανλής ο βραχύς, ήταν λογικά προφανές, από την πρώτη κιόλας μέρα, ότι δεν μπορούσε η χώρα να περιμένει τίποτε από αυτόν. Από πού προέκυπτε η λογική προφάνεια; Από την κυβέρνηση που συγκρότησε, από τη λογική της σύνθεσής της: Δεν ήταν λογική που στόχευε στην αντιμετώπιση ή στη λύση προβλημάτων, η σύνθεσή της απέβλεπε να εξασφαλίσει εσωκομματικές ισορροπίες, να εξαγοράσει εσωκομματικές εύνοιες, να μοιράσει μπουναμάδες σε φιλαράκια. Οσοι τόλμησαν δημόσια να το καταγγείλουν, να προβλέψουν με ακρίβεια την ντροπή και τον διασυρμό που θα στιγμάτιζαν ιστορικά την κατάληξη και αυτής της «γαλάζιας παρένθεσης», λοιδορήθηκαν τότε σαν εμπαθείς, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι» ρομαντικοί ουτοπιστές.
Την πρόβλεψη την παράγει ο λογικός συμπερασμός, μαζί με την πείρα, την κεκτημένη ικανότητα αξιολόγησης της σημαντικής (και δυναμικής) των συμπτωμάτων. Και οι προβλέψεις που σωρεύονται για τον διάδοχο του βραχέος στην πρωθυπουργία συνεχίζουν να συνιστούν προφανέστατους λογικούς συμπερασμούς. Οχι προφητείες.
Από το πρωταρχικό αυτό πεδίο κριτικής λειτουργίας του νου πηγάζει όχι μόνο η ιεράρχηση των αναγκών αλλά και τα κριτήρια της ιεράρχησης – η διαφοροποίηση των κριτηρίων που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς. Οι πολιτισμοί διαφοροποιούνται επειδή διαφοροποιείται η ιεράρχηση των αναγκών, τα μέτρα – κριτήρια της ιεράρχησης, το «νόημα» (λόγος ή αλογία) από το οποίο αντλούνται τα μέτρα – κριτήρια. «Νόημα» είναι η ερμηνεία – αιτιολόγηση που δίνει ο άνθρωπος στην ύπαρξή του και στη συνύπαρξη, στο εγώ και στο έναντι.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα πρωτόγονων κοινωνιών ή κοινωνιών παρακμής είναι η «απώθηση» (ασυνείδητη άρνηση, παράκαμψη, απόρριψη), από την πλειονότητα, του ερωτήματος για «νόημα» της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Απώθηση, επομένως και παραίτηση (ανεπίγνωστη και αυτή) από την κριτική λειτουργία του νου, τη λογική των ιεραρχήσεων, της αξιολόγησης προτεραιοτήτων. Οι ανάγκες αποσυνδέονται από κριτικές ιεραρχήσεις, από στοχεύσεις με «νόημα»: αποσπώνται από κάθε λογικό πλαίσιο. Δικαιώνονται μόνο ενορμητικά: από τις ενστικτώδεις απαιτήσεις ηδονής, αυτοσυντήρησης, επιβολής.
Στις κοινωνίες αυτές, αν κάποιοι επιμένουν στην προτεραιότητα της λογικής, της κριτικής λειτουργίας του νου, σαν σε ανάχωμα στην αλογία της ζούγκλας, χαρακτηρίζονται σχετλιαστικά «διανοούμενοι», «οραματιστές της ουτοπίας». Το να ζητάνε ιεράρχηση των αναγκών, αξιολόγηση προτεραιοτήτων και «νόημα» γι’ αυτή την ιεράρχηση, τιτλοφορείται ευγενικά «αθεράπευτος ρομαντισμός». Το να επιδιώκουν κρίση και έλεγχο του ποσοστού πραγματοποίησης ζωτικών για τη λειτουργικότητα της κοινωνίας στόχων, καταγγέλλεται σαν «αναφορά και προσήλωση σε έναν τέλειο κόσμο, που η σύγκρισή του με την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης».
Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν στην προτεραιότητα της ανάγκης για κοινωνούμενη λογική, για κοινωνική επαλήθευση των κριτηρίων της λογικής, για «νόημα» των λογικών στόχων, «ρέπουν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία, θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». Είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός επιστητού». Ευτυχώς όμως που «οι σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος στους διανοούμενους αυτού του είδους».
Τέτοιες θεωρήσεις και αποτιμήσεις ευδοκιμούν πληθωρικά σε κοινωνίες παρακμής σήμερα ή παλιμβαρβαρικού πρωτογονισμού. Λοιδορούν την εμμονή στον κριτικό κοινωνιοκεντρισμό και προσπαθούν να τη διασύρουν σαν γραφική, εξωπραγματική. Αλλά, δυστυχώς, δεν διευκρινίζουν τι ακριβώς θεωρούν «ανάπτυξη» και πώς ορίζουν τις «αναπτυγμένες σημερινές κοινωνίες που δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος» στη δυναμική της πάντοτε ανοιχτής στη δοκιμασία του κριτικού ελέγχου στοχοθεσίας.
Είναι αλήθεια πως ό,τι ονομάζουμε σήμερα «δημοσιότητα» σε διεθνές επίπεδο (δημόσιος λόγος, πληροφόρηση, κατεστημένα πρότυπα ψυχαγωγίας, νοο-τροπίας, συμπεριφορών) προβάλλει ως αυτονόητη εκδοχή της «ανάπτυξης» και της «προόδου» τις κοινωνίες τις απόλυτα υποταγμένες στους νόμους (ανεξέλεγκτες απαιτήσεις) της «ελεύθερης αγοράς». Είναι ο θρίαμβος του τύπου της κοινωνίας που ο Popper χαρακτήριζε «κλειστή»: στεγανά εγκλωβισμένη σε αυτάρεσκη αυτάρκεια και αρραγείς βεβαιότητες, με θεσμικά αποκλεισμένο κάθε ενδεχόμενο απόκλισης από την απόλυτη προτεραιότητα του απολυτοποιημένου καταναλωτισμού, κάθε πιθανότητα να εμφανιστούν απαιτήσεις για νοηματοδότηση του βίου με στοχοθεσίες ανυπότακτες στη δεσποτεία της αγοράς.
Στις «κλειστές» κοινωνίες σήμερα λειτουργούν τυπικά όλοι οι θεσμοί της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»: Πολυκομματισμός, σύνταγμα, κοινοβούλιο, ανεξάρτητες αρχές, τοπική αυτοδιοίκηση. Αλλά λειτουργούν οι θεσμοί με τους όρους και τον «τρόπο» της αγοράς: Τα κόμματα παράγουν (υποτίθεται) και διακινούν (σίγουρα) προϊόντα – προτάσεις διαχείρισης της οικονομίας. Τα κομματικά προϊόντα ανταγωνίζονται με τους όρους της εμπορικής διαφήμισης: ποιο θα ξεγελάσει δολιότερα τον καταναλωτή πολίτη. Το κόστος διαφήμισης των κομματικών προϊόντων είναι ιλιγγιωδώς το υψηλότερο της αγοράς, γι’ αυτό και η κομματική διαφήμιση χρηματοδοτείται (με το αζημίωτο) από τους ισχυρούς της αγοράς.
Οι δε ψηφοφόροι δίνουν την ψήφο τους ποντάροντας κυρίως στο ατομικό τους οικονομικό όφελος. Η κοινωνία, το «νόημά» της, οι στόχοι της δεν έχουν θέση στο πολιτικό σύστημα των «αναπτυγμένων» κοινωνιών.
Ετσι, όσοι ακόμα επιχειρούν να διασώσουν την κοινωνική δυναμική της κριτικής λειτουργίας του νου, αναπόφευκτα μάχονται στο σύνολό της την αγοραία λογική του πολιτικού συστήματος, το συνολικό σύμπτωμα εμπορευματοποίησης της πολιτικής. Γι’ αυτό λοιδορούνται ότι τα ξέρουν όλα, έχουν γνώμη για όλα. Αλλά η μετάβαση από τον «όνυχα» στον «λέοντα», από το επιμέρους σύμπτωμα στη γενικευμένη πιστοποίηση, δεν είναι οπωσδήποτε αυθαίρετη, όπως δεν είναι και κάθε γενικευμένη πρόβλεψη μια «οραματική προφητεία»:
Οταν το 2004 εκλέχθηκε θριαμβευτικά ο Κ. Καραμανλής ο βραχύς, ήταν λογικά προφανές, από την πρώτη κιόλας μέρα, ότι δεν μπορούσε η χώρα να περιμένει τίποτε από αυτόν. Από πού προέκυπτε η λογική προφάνεια; Από την κυβέρνηση που συγκρότησε, από τη λογική της σύνθεσής της: Δεν ήταν λογική που στόχευε στην αντιμετώπιση ή στη λύση προβλημάτων, η σύνθεσή της απέβλεπε να εξασφαλίσει εσωκομματικές ισορροπίες, να εξαγοράσει εσωκομματικές εύνοιες, να μοιράσει μπουναμάδες σε φιλαράκια. Οσοι τόλμησαν δημόσια να το καταγγείλουν, να προβλέψουν με ακρίβεια την ντροπή και τον διασυρμό που θα στιγμάτιζαν ιστορικά την κατάληξη και αυτής της «γαλάζιας παρένθεσης», λοιδορήθηκαν τότε σαν εμπαθείς, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι» ρομαντικοί ουτοπιστές.
Την πρόβλεψη την παράγει ο λογικός συμπερασμός, μαζί με την πείρα, την κεκτημένη ικανότητα αξιολόγησης της σημαντικής (και δυναμικής) των συμπτωμάτων. Και οι προβλέψεις που σωρεύονται για τον διάδοχο του βραχέος στην πρωθυπουργία συνεχίζουν να συνιστούν προφανέστατους λογικούς συμπερασμούς. Οχι προφητείες.