Λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή βιβλιογραφία και εμπειρία σχετικά με το ζήτημα της εισαγωγής, ένταξης και αξιοποίησης των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στην Εκπαίδευση, ιδιαίτερα στην Πρωτοβάθμια, αλλά και την προσωπική μας επαφή με το χώρο και τους έλληνες εκπαιδευτικούς, έχουμε αναλάβει τα τελευταία χρόνια «εκστρατεία» ενημέρωσης και πραγματοποίησης καινοτόμων εφαρμογών, πάνω στις οποίες βασίζονται και οι σκέψεις που παραθέτουμε πιο κάτω, με αφορμή τις πιέσεις που γίνονται για απορρόφηση των αποφοίτων της Πληροφορικής ή και των καθηγητών με σχετική κατάρτιση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Η άποψή μας είναι ότι η τυχόν ανάθεση στους ειδικούς αυτής της κατηγορίας, οι οποίοι στερούνται παιδαγωγικού υπόβαθρου, να αναλάβουν την ένταξη των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση θα ήταν μια ατυχής και επικίνδυνη απόφαση, η οποία θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο το ήδη υπάρχον πρόβλημα της υστέρησης ως προς τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο δημοτικό μέσω της ένταξης των ΤΠΕ σε όλα τα μαθήματα, τις δραστηριότητες και τις λειτουργίες του σχολείου, κατά τρόπο που συνάδει με τα σύγχρονα παιδαγωγικά ιδεώδη και τις διαχρονικές παιδαγωγικές αντιλήψεις και αρχές της εκπαίδευσης.
Είναι όμως σημαντικό να κατανοηθεί ότι εκείνο που προσδίδει αξία στις ΤΠΕ είναι η παιδαγωγική μάλλον χρήση των δυνατοτήτων τους και όχι τόσο η τεχνολογική διάστασή τους καθ' εαυτή. Δεδομένου λοιπόν ότι στόχος της εισαγωγής των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση δεν είναι η διδασκαλία του υπολογιστή ως ξεχωριστού γνωστικού αντικειμένου, ούτε ο στείρος τεχνολογικός αλφαβητισμός, αλλά η παιδαγωγική του χρήση (μέσω της οποίας φυσικά επιτυγχάνεται έμμεσα και η τεχνολογική μάθηση), το πρόβλημα της αξιοποίησής του στο δημοτικό είναι πρωτίστως παιδαγωγικό και δευτερευόντως τεχνολογικό.
Όπως έχει ήδη φανεί, ο υπολογιστής είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί όχι μόνον ως ένα μαζικό εποπτικό μέσο διδασκαλίας και πηγή πληροφόρησης, αλλά και ως δυναμικό εργαλείο γνωστικής ανάπτυξης, χάρις στις πολλές και ποικίλες ιδιότητές του, που παρέχουν εξαιρετικές δυνατότητες για τη δημιουργία ενός γόνιμου και προωθημένου μαθησιακού περιβάλλοντος, το οποίο με την κατάλληλη διαμεσολάβηση του δασκάλου ευνοεί τη νοητική λειτουργία και την ανάπτυξη των μαθητών - αλλά και των εκπαιδευτικών - σε ανώτερα επίπεδα μάθησης και επικοινωνίας, καθώς και την εφαρμογή πολλών σύγχρονων παιδαγωγικών αρχών, που δεν ήταν εύκολο να υιοθετηθούν στο περιβάλλον της παραδοσιακής τάξης.
Αν θέλαμε να δούμε τις εκπαιδευτικές χρήσεις του υπολογιστή στο σχολείο θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στις παρακάτω κατηγορίες:
1. στη διδασκαλία της πληροφορικής ως ξεχωριστού γνωστικού αντικειμένου με στόχο την προώθηση του τεχνολογικού αλφαβητισμού και την απόκτηση προεπαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων στην αξιοποίηση του υπολογιστή ως πηγής και μέσου πληροφόρησης, καθώς και εποπτικού και επικοινωνιακού μέσου για την υποβοήθηση της διδασκαλίας και την ανάπτυξη μη συμβατικών τρόπων μάθησης στη χρήση του υπολογιστή ως γνωστικού και αναπτυξιακού εργαλείου στο πλαίσιο του σχολείου, αλλά και έξω από αυτό, αλλά και ως πεδίου επιστημονικής μελέτης για τη διερεύνηση γνωστικών δομών και μοντέλων της ανθρώπινης σκέψης.
2. στη χρήση του υπολογιστή ως μέσου διασκέδασης και άτυπης μάθησης. Δυστυχώς η πολιτεία μέχρι τώρα ενδιαφέρεται μόνο για την πρώτη εκπαιδευτική αξία του υπολογιστή (διδασκαλία του μαθήματος της πληροφορικής) και αγνοεί τις υπόλοιπες, προβαίνοντας σε ενέργειες που μαρτυρούν την ύπαρξη παρανοήσεων. Μια τέτοιου είδους άγνοια ή αγνόηση φαίνεται από τις εξής παρανοήσεις, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο μέχρι τώρα επίσημος εκπαιδευτικός σχεδιασμός: ο τρόπος με τον οποίο άρχισε η εισαγωγή των ΝΤ στη χώρα μας στα μέσα της δεκαετίας του '80, μαρτυρεί την υπερίσχυση μιας απλοϊκής τεχνοκεντρικής αντίληψης, που περιορίζεται στο στόχο της ανάπτυξης του τεχνολογικού αλφαβητισμού (στο Γυμνάσιο) ή της προ-επαγγελματικής κατάρτισης των μαθητών (στο Λύκειο) με την εισαγωγή στο σχολικό πρόγραμμα ενός ακόμη μαθήματος ξεχωριστής «ειδικότητας» και υποτιμά το ρόλο του υπολογιστή ως γνωστικού εργαλείου για την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε όλα τα μαθήματα.
3. Το γεγονός επίσης ότι η ένταξη των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση έχει παραμείνει στη χώρα μας μέχρι πρόσφατα έξω από κάθε επίσημο σχεδιασμό βασίζεται στην ιδέα ότι το μάθημα της Πληροφορικής δεν είναι τόσο απαραίτητο και κατάλληλο για τις μικρές ηλικίες. (Προφανώς δεν λαμβάνονται υπόψη τα μαθησιακά οφέλη από τις άλλες χρήσεις του υπολογιστή). Αυτό, κατά τη γνώμη μας, είναι σοβαρή παράλειψη όχι μόνον διότι μαρτυρά προχειρότητα και απουσία ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού σχεδιασμού, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι: α) πρόκειται για ένα άναρχο και μη σύμφωνο προς τα διεθνώς κρατούντα φαινόμενο, αφού από τη μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας φαίνεται ότι στις προηγμένες χώρες το βάρος του παιδαγωγικού ερευνητικού ενδιαφέροντος εξ αρχής επικεντρώθηκε στις μικρές, τις κατεξοχήν διαμορφώσιμες και θεμελιακές ηλικίες, κατά τις οποίες δημιουργούνται οι βάσεις κάθε είδους μάθησης. Γι' αυτό και οι σχετικές έρευνες, αλλά και οι πρώτες παιδαγωγικές εφαρμογές εκπαιδευτικού λογισμικού, είχαν συνήθως αποδέκτες το μαθητικό πληθυσμό της Α/βάθμιας Εκπαίδευσης, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλες σχεδόν τις θεωρίες της μάθησης β) η ανάπτυξη στη χώρα μας της παιδαγωγικής επιστήμης και των εφαρμογών της στο νέο αυτό τομέα (Πληροφορική στην Εκπαίδευση) δεν αφορά μόνο την ευκαιριακή κατανάλωση ενός τεχνολογικού ή επιστημονικού προϊόντος, αλλά και τον εκπαιδευτικό πειραματισμό, τη δημιουργία δικής μας εμπειρίας και παράδοσης, καθώς και ένα προγραμματισμό πνοής στο συγκεκριμένο τομέα. Διότι, αν μετά από δέκα χρόνια, για παράδειγμα, εισήγοντο οι υπολογιστές στο Δημοτικό, θα ήταν τότε πλέον αργά να αναζητούμε έμπειρους επιστήμονες που θα χρειαζόταν να πατούν στο γόνιμο έδαφος μιας πλούσιας επιστημονικής και πολιτιστικής παράδοσης στο δικό μας κοινωνικό πλαίσιο, μετά από την απαιτούμενη διαδικασία της αξιολόγησης των πρώτων εφαρμογών, την επακόλουθη διόρθωση των λαθών και, ενδεχομένως, την κριτική αναθεώρηση της ασκούμενης πολιτικής.
4. οι βασικές αποφάσεις για τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής πάρθηκαν από επιστημονικές επιτροπές στο ΥΠΕΠΘ, τα μέλη των οποίων προέρχονταν ως επί το πλείστον από άσχετα με τις επιστήμες της αγωγής και της εκπαίδευσης πανεπιστημιακά τμήματα ή τομείς (πολυτεχνικά, γεωπονικά κ.ά)
5. πιστεύουν οι υπεύθυνοι φορείς του υπουργείου ότι είναι δυνατόν να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα μία κατάρτιση των εκπαιδευτικών, όπως είναι αυτή της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» (που περιορίζεται στην καθαρά τεχνική διάσταση της εισαγωγής τους σε έναν υποτυπώδη τεχνολογικό αλφαβητισμό και που πραγματοποιείται σε χρηστικό κενό) χωρίς την παράλληλη εκπαίδευσή τους με εμπειρίες παιδαγωγικών εφαρμογών και δοκιμής νέων διδακτικών προσεγγίσεων και ρόλων, (ωσάν να επρόκειτο για κατάρτιση άλλου είδους επαγγελματιών, π.χ., γραμματέων, υπαλλήλων γραφείου, ιδιωτών κτλ.) παρά τη συνεχή δημόσια κριτική και την πληθώρα των επισημάνσεων από σχετικούς πανεπιστημιακούς φορείς και μελετητές, που υποστηρίζουν ότι τέτοιου είδους καταρτίσεις των εκπαιδευτικών, δεν έχουν αποτέλεσμα και δεν ενδείκνυνται.
6. δεν έχουν αντιληφθεί επίσης οι φορείς αυτοί ότι στη χώρα μας, όπως συμβαίνει και στο εξωτερικό, έχει αρχίσει – και πρέπει να ενισχυθεί - η προσπάθεια να παράγονται από τα παιδαγωγικά τμήματα ειδικότητες κατάλληλες για την εκπαίδευση, επιστήμονες δηλαδή που είτε έχουν ως βασικές σπουδές τα παιδαγωγικά και αποκτούν διετή ή και ετήσια τεχνολογική κατάρτιση στενά συνδεδεμένη με περισσότερο προωθημένη μάθηση πάνω στη διδακτική θεωρία και πράξη, είτε έχουν επιστημονική τεχνολογική κατάρτιση και αποκτούν συμπληρωματικά και την παιδαγωγική, στην οποία προσαρμόζουν τις πρότερες γνώσεις τους. Με την τεχνικίστικη αντίληψη που έχουν όμως, θεώρησαν ότι οι επιστήμονες της πρώτης από τις προαναφερθείσες κατηγορίες δεν πρέπει να γίνονται δεκτοί ως επιμορφωτές στα προγράμματα της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» (παρόλο που είναι οι πλέον κατάλληλοι, εφόσον μάλιστα διαθέτουν επί πλέον διδακτική και ερευνητική εμπειρία,) και έδωσαν το προβάδισμα στους έχοντες προσόντα τεχνολογικής εκπαίδευσης και (τεχνολογικής) διδακτικής εμπειρίας. Αν τελικά, μετά από επανειλημμένες δικές μας προσπάθειες, έγινε δεκτός και ένας αριθμός επιστημόνων ΄της πρώτης κατηγορίας, αυτό εκλήφθηκε ότι έγινε κατά παραχώρηση!
7. φλερτάρουν με τις προτάσεις ορισμένων επιστημονικών ομάδων να γίνει μια αρχή εισαγωγής της Πληροφορικής στο δημοτικό διορίζοντας αποφοίτους της Πληροφορικής, που δεν έχουν σχέση με τις παιδαγωγικές και διδασκαλικές σπουδές, κάτι, που ήταν στα σχέδια της προηγούμενης Κυβέρνησης που ευτυχώς που δεν είχε υλοποιηθεί, όμως με την ενδεχόμενη επικράτηση μιας συντεχνιακής νοοτροπίας που επιδιώκει την επαγγελματική αποκατάσταση των ειδικών της Πληροφορικής, σε συνδυασμό με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι ιθύνοντες την αξιοποίηση των ΝΤ στην Εκπαίδευση, αποφασίστηκε να υλοποιηθεί από την νυν Κυβέρνηση. Τέτοιου είδους αντιλήψεις έχουν καθώς φαίνεται και διάφορες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι απόφοιτοι της Πληροφορικής, που πιέζουν για το διορισμό τους στο δημοτικό.
Ελπίζουμε να ευαισθητοποιηθούν οι επαγγελματικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και να συμβάλουν στην αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχόμενου, όχι μόνον για τους παραπάνω λόγους, αλλά για να μη συνεχιστεί η ιδέα ότι οποιοσδήποτε επιστήμονας είναι ικανός να αναλάβει τη διδασκαλία παιδιών (κάτι που ήδη γίνεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), ότι όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά, τόσο ευκολότερη είναι η διδασκαλία και ότι τα παιδαγωγικά είναι τόσο απλή υπόθεση που μπορεί να τα μάθει κανείς με λίγα σεμινάρια. Όπως επισημάνθηκε και πιο πάνω, η συνεχώς διογκούμενη διεθνής και ελληνική βιβλιογραφία έχει ήδη δείξει ότι οι δυνατότητες των ΤΠΕ μπορούν να αξιοποιηθούν για μια σημαντική αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο σχολείο (κατ' επέκταση και της κοινωνίας) κάτω όμως από ορισμένες προϋποθέσεις που, όταν απουσιάζουν, είναι δυνατόν να οδηγήσουν ακόμη και στην ενίσχυση, αντί της υπέρβασης, ορισμένων ανεπιθύμητων χαρακτηριστικών και αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης.
Η δημιουργική αξιοποίηση του υπολογιστή ως γνωστικού εργαλείου βρίσκει εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπου η πίεση της προετοιμασίας για ανώτερες ακαδημαϊκές σπουδές δεν είναι τόσο μεγάλη, ενώ οι δάσκαλοι, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, έχουν αποκτήσει ορισμένες βασικές παιδαγωγικές γνώσεις και διδάσκουν όλα σχεδόν τα μαθήματα έχοντας πολλές ώρες τους ίδιους μαθητές μέσα στην τάξη. Έχουν επομένως πολλές ευκαιρίες για οργανωμένη χρήση του υπολογιστή και μάλιστα για την εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, της διερευνητικής και της ομαδοσυνεργατικής μάθησης, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι συνάδελφοί τους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Mία από τις προτεραιότητες του εκπαιδευτικού σχεδιασμού λοιπόν πρέπει να είναι η επέκταση της εισαγωγής των ΤΠΕ και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, με μια μορφή όμως πολύ διαφορετική από αυτή που επιχειρήθηκε στο Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Ασφαλώς υπάρχουν πολλά μοντέλα σταδιακής ένταξης των ΤΠΕ στη μαθησιακή διαδικασία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όμως ένα μοντέλο που βασίζεται σε τεχνοκεντρικές αντιλήψεις σχετικά με την εισαγωγή των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση είναι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία και την άποψη όλων σχεδόν των έγκριτων μελετητών της χώρας μας, καταδικασμένο σε αποτυχία και χωρίς αναγεννησιακή πνοή για την υπόθεση της Παιδείας στην εποχή μας.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι πώς να τοποθετήσουμε ειδικούς της Πληροφορικής για να «μάθουν κομπιούτερ» τα παιδιά, αλλά πώς θα μάθουν όλοι οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί στο πλαίσιο οργανωμένων, ολοκληρωμένων και βιώσιμων προγραμμάτων να αξιοποιούν τις ΤΠΕ για να γίνουν καλύτεροι δάσκαλοι απελευθερώνοντας τις δικές τους αναπτυξιακές δυνάμεις, αλλά και εκείνες των μαθητών τους και να συμβάλουν, ο καθένας με τον τρόπο του και τους ρυθμούς του, στην πραγματοποίηση μιας εκ των έσω ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και ανάπτυξης.
Η μέχρι τώρα εμπειρία μου από πιλοτικά, επιμορφωτικά και μεταπτυχιακά προγράμματα εκπαιδευτικών στα οποία υπήρξα υπεύθυνος ή επιστημονικός συνεργάτης με έχει πείσει ότι οι δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολύ επιδεκτικοί στην υιοθέτηση και περαιτέρω ανάπτυξη ενός παιδαγωγικού μοντέλου ένταξης και αξιοποίησης των ΤΠΕ στο δημοτικό, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας, όσο και της εφαρμογής.
Οι δάσκαλοι που γνωρίσαμε όχι μόνον δεν υστερούν από εκείνους άλλων ανεπτυγμένων χωρών – παρά τη μέχρι τώρα υποβάθμιση του ρόλου τους από το εκπαιδευτικό μας σύστημα – αλλά στην πλειονότητά τους, και συχνά ανεξαρτήτως ηλικίας, επιδεικνύουν θετική στάση, δημιουργικότητα και παιδαγωγικό ενθουσιασμό, αρκεί τα εκπαιδευτικά προγράμματα στα οποία συμμετέχουν, να συνδυάζουν την τεχνολογική και παιδαγωγική κατάρτιση, να υιοθετούν σύγχρονες προσωποκεντρικές και συνεργατικές προσεγγίσεις μέσα σε ένα κλίμα αποδοχής, σεβασμού, αλληλεγγύης, αυτονομίας,, καθώς και παροχής εσωτερικών κινήτρων και προτύπων παραγωγής καινοτόμου έργου, που συνδέεται με τη διδακτική πράξη.
Το έργο τους παρουσιάζει χρόνο με το χρόνο βελτίωση και συχνά μας εκπλήσσει ευχάριστα, ενώ παράλληλα παρέχει και στους διδάσκοντες ευκαιρίες επαγγελματικής βελτίωσης, αφού η διδακτική γνώση και των πανεπιστημιακών δασκάλων – όπως εξ άλλου και όλων των εκπαιδευτικών - δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σε κοινωνικό κενό.(Προσωπικά μπορούμε να δηλώσουμε ότι χάρις στα προγράμματα των τελευταίων χρόνων, που μας έδωσαν την ευκαιρία να εργαστούμε με εκπαιδευτικούς όλων των κατηγοριών, μάθαμε πολλά πράγματα και έχουμε βγει βελτιωμένοι ως δάσκαλοι από την όλη εμπειρία).
Ασφαλώς δεν θα πρέπει να αποκλειστούν από το δικαίωμά τους να εργαστούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και οι επιστήμονες της πληροφορικής ή άλλων ειδικοτήτων που προορίζονται για την εκπαίδευση στη θέση του υπεύθυνου της τεχνολογικής υποστήριξης του σχολείου, ενός ρόλου που φάνηκε και από το πιλοτικό πρόγραμμα της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ, το επονομαζόμενο «ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ», ότι είναι πολύ χρήσιμος, δεδομένου ότι οι δάσκαλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν και να αναλαμβάνουν την επίλυση των πολλών και ποικίλων τεχνολογικών προβλημάτων της λειτουργίας των εργαστηρίων.
Ο επιστήμονας αυτός, εκτός του ότι θα υποστήριζε τεχνολογικά ομάδα σχολείων, θα μπορούσε επίσης να πραγματοποιεί εισαγωγικά τεχνολογικά σεμινάρια ενδοσχολικής και πολλαπλασιαστικής μορφής σε μικρές εθελοντικές ομάδες εκπαιδευτικών και να ενημερώνει εκπαιδευτικούς στις νέες εξελίξεις. Χρειάζεται όμως προσοχή, γιατί δεν είναι δύσκολο, αφού «βάλουν το πόδι τους» στο δημοτικό, να αποφασίσουν κάποιοι πολιτικοί ιθύνοντες, ή και οι ίδιοι οι δάσκαλοι που διστάζουν να ασχοληθούν με τις νέες τεχνολογίες, ότι είναι πιο βολικό να παίξουν οι επαγγελματίες αυτοί και άλλους διδακτικούς ρόλους, που υποκαθιστούν το δάσκαλο.
Πηγή:
www.adraptis.com