Η υπόθεση των κλειστών Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης αναδεικνύει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Σίγουρα προτεραιότητα της κυβέρνησης δεν είναι η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, η οποία προφανώς θεωρείται «πάρεργο», περιττή πολυτέλεια από μια κυβέρνηση που στις προεκλογικές της εξαγγελίες έταζε «πράσινη» ανάπτυξη και άλλα παρόμοια.
Είναι όμως περιττή πολυτέλεια η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην εποχή της λειψυδρίας, των καταστροφικών πυρκαγιών και της κλιματικής αλλαγής; Πρέπει μήπως να περιμένουμε την …έλευση του σοσιαλισμού (!) για να κάνουμε Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, όπως σοβαρά – σοβαρά διατείνονται ορισμένοι; Και μέχρι τότε να ζούμε μέσα στα σκουπίδια και το νέφος, να σπαταλάμε πόρους, να ζούμε σε πόλεις πηγμένες στο τσιμέντο και τα ΙΧ δίχως ίχνος πράσινου; Γιατί μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα πολιτικών αποφάσεων όλα αυτά, αλλά υπάρχουν και ζητήματα οικολογικής συνείδησης και τρόπου ζωής που επηρεάζουν και τις πολιτικές αποφάσεις.
Θυμίζει το κλασικό ερώτημα «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;».
Κι όμως, τα κινήματα των πολιτών για πράσινο, ποδηλατόδρομους, ελεύθερους χώρους, προστασία της φύσης και των δικαιωμάτων αλλάζουν καθημερινά την πόλη και την κοινωνία. Αλλάζουν συνειδήσεις, διεκδικούν δικαιώματα και χώρους και την εφαρμογή ιδεών, βοηθώντας την ωρίμανση της σκέψης της τοπικής κοινωνίας. Τα Χανιά ήταν η πρώτη πόλη της Κρήτης που στράφηκε στην ανακύκλωση, κι αυτό δεν ήταν απόφαση πολιτική από τα πάνω, ήταν πρώτα απ’ όλα διεκδίκηση του οικολογικού κινήματος που ξεπήδησε από την υπόθεση του Κουρουπητού. Η πολιτική απόφαση του Δήμου ήρθε ως αποτέλεσμα χρόνων πίεσης και διεκδίκησης. Είναι σημαντικός λοιπόν ο ρόλος των ενεργών πολιτών που διαθέτουν κριτική σκέψη, που οργανώνονται δημοκρατικά και διεκδικούν συστηματικά μια ιδέα, ένα δικαίωμα.
Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση δουλεύει η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενεργών πολιτών που διαθέτουν κριτική σκέψη, που ερευνούν, συζητάνε, οργανώνονται και διεκδικούν, αλλάζοντας την κοινωνία, τον τόπο όπου ζουν.
Κι αποδεικνύεται, με τη φετινή περιπέτεια της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, ότι 18 χρόνια μετά την επίσημη αναγνώρισή της από την Πολιτεία στην Ελλάδα, παραμένει ριζοσπαστική κι επικίνδυνη για ένα σύστημα που απεχθάνεται τα κινήματα και τους ενεργούς πολίτες, για ένα σύστημα που προτιμά την παπαγαλία από την κριτική σκέψη, για ένα σύστημα που καθηλώνει τους μαθητές σε μια καρέκλα για έξι ή οχτώ ώρες καθημερινά, ενώ η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση τους καλεί να βγουν από τους τέσσερις τοίχους της τάξης, να περάσουν τα κάγκελα της αυλής, να πάνε στο γειτονικό πάρκο, στη γειτονιά, στη λίμνη και το ποτάμι, να μιλήσουν με ειδικούς και μη ειδικούς, να ακούσουν διαφορετικές γνώμες, να ψάξουν κι άλλες πηγές πληροφόρησης εκτός από το επίσημα εγκεκριμένο άνωθεν σχολικό βιβλίο. Όταν η κυρίαρχη παιδαγωγική καλεί τους μαθητές να μη μιλάνε, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση τους ζητάει να εκφραστούν, να πουν τη γνώμη τους, να συζητήσουν.
Σε ένα σχολείο που κυριαρχούν οι εξετάσεις και η αποθέωση της αποθήκευσης ολοένα και περισσότερων γνώσεων, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση παραμένει επικίνδυνη αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι μπορεί να υπάρχει γνώση χωρίς βαθμολογίες κι εξετάσεις, ότι η μάθηση μπορεί να είναι παιχνίδι, χαρά, δημιουργία.
Καμιά ολοκληρωτική σκέψη δεν μπορεί να το δεχτεί αυτό. Εκείνοι που θέλουν να ελέγχουν τους πολίτες, να τους άγουν και να τους φέρουν αναπαράγοντας τη δική τους εξουσία επάνω τους, δε θέλουν κριτική σκέψη, δε θέλουν ενεργούς πολίτες, θέλουν αυστηρή πειθαρχία, θέλουν την παραμικρή χαρά κι επιβράβευση να είναι αποτέλεσμα πόνου και καταναγκασμού. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση δεν τους κάνει αυτή τη χάρη.
Ποιους ενοχλεί λοιπόν η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση; Μήπως εκείνους που θέλουν άβουλους αντί για ενεργούς πολίτες; Μήπως εκείνους που δε θέλουν οι πολίτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους; Μήπως εκείνους που θέλουν να ιδιοποιηθούν τον ελεύθερο χώρο, το πάρκο, το δάσος για το ατομικό τους κέρδος; Μήπως εκείνους που θέλουν να χτίσουν κάθε τετραγωνικό στις παραλίες; Μήπως εκείνους που ρυπαίνουν θάλασσες και ποτάμια; Μήπως εκείνους που δε θέλουν τα παιδιά, ως αυριανοί πολίτες, να μάθουν το μυστικό, ότι, ναι, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, μαζί με άλλους, συζητώντας και διεκδικώντας, κι αυτό είναι κάτι που κάνουν καθημερινά εκατοντάδες κινήματα πολιτών, στην πόλη μας, στη χώρα μας, στον κόσμο όλο;
Φώτης Ποντικάκης
Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Χανίων
Η αγοραία «απώθηση» του ρεαλισμού
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρωπολογικού τύπου που πλεονάζει σε κοινωνίες ή εποχές παρακμής, είναι η παράκαμψη της λογικής. Δηλαδή της κριτικής λειτουργίας του νου. Και πρωταρχικό πεδίο για να λειτουργήσει κριτικά ο νους, είναι να μεταφράζει το λογικό άτομο τις ανάγκες του σε στόχους. Να ιεραρχεί τους στόχους, να συνάγει προτεραιότητες, να κρίνει αν πραγματοποιούνται και σε ποιο ποσοστό οι στόχοι του, πόσο σωστά (μεθοδικά) τους επιδιώκει.
Από το πρωταρχικό αυτό πεδίο κριτικής λειτουργίας του νου πηγάζει όχι μόνο η ιεράρχηση των αναγκών αλλά και τα κριτήρια της ιεράρχησης – η διαφοροποίηση των κριτηρίων που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς. Οι πολιτισμοί διαφοροποιούνται επειδή διαφοροποιείται η ιεράρχηση των αναγκών, τα μέτρα – κριτήρια της ιεράρχησης, το «νόημα» (λόγος ή αλογία) από το οποίο αντλούνται τα μέτρα – κριτήρια. «Νόημα» είναι η ερμηνεία – αιτιολόγηση που δίνει ο άνθρωπος στην ύπαρξή του και στη συνύπαρξη, στο εγώ και στο έναντι.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα πρωτόγονων κοινωνιών ή κοινωνιών παρακμής είναι η «απώθηση» (ασυνείδητη άρνηση, παράκαμψη, απόρριψη), από την πλειονότητα, του ερωτήματος για «νόημα» της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Απώθηση, επομένως και παραίτηση (ανεπίγνωστη και αυτή) από την κριτική λειτουργία του νου, τη λογική των ιεραρχήσεων, της αξιολόγησης προτεραιοτήτων. Οι ανάγκες αποσυνδέονται από κριτικές ιεραρχήσεις, από στοχεύσεις με «νόημα»: αποσπώνται από κάθε λογικό πλαίσιο. Δικαιώνονται μόνο ενορμητικά: από τις ενστικτώδεις απαιτήσεις ηδονής, αυτοσυντήρησης, επιβολής.
Στις κοινωνίες αυτές, αν κάποιοι επιμένουν στην προτεραιότητα της λογικής, της κριτικής λειτουργίας του νου, σαν σε ανάχωμα στην αλογία της ζούγκλας, χαρακτηρίζονται σχετλιαστικά «διανοούμενοι», «οραματιστές της ουτοπίας». Το να ζητάνε ιεράρχηση των αναγκών, αξιολόγηση προτεραιοτήτων και «νόημα» γι’ αυτή την ιεράρχηση, τιτλοφορείται ευγενικά «αθεράπευτος ρομαντισμός». Το να επιδιώκουν κρίση και έλεγχο του ποσοστού πραγματοποίησης ζωτικών για τη λειτουργικότητα της κοινωνίας στόχων, καταγγέλλεται σαν «αναφορά και προσήλωση σε έναν τέλειο κόσμο, που η σύγκρισή του με την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης».
Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν στην προτεραιότητα της ανάγκης για κοινωνούμενη λογική, για κοινωνική επαλήθευση των κριτηρίων της λογικής, για «νόημα» των λογικών στόχων, «ρέπουν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία, θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». Είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός επιστητού». Ευτυχώς όμως που «οι σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος στους διανοούμενους αυτού του είδους».
Τέτοιες θεωρήσεις και αποτιμήσεις ευδοκιμούν πληθωρικά σε κοινωνίες παρακμής σήμερα ή παλιμβαρβαρικού πρωτογονισμού. Λοιδορούν την εμμονή στον κριτικό κοινωνιοκεντρισμό και προσπαθούν να τη διασύρουν σαν γραφική, εξωπραγματική. Αλλά, δυστυχώς, δεν διευκρινίζουν τι ακριβώς θεωρούν «ανάπτυξη» και πώς ορίζουν τις «αναπτυγμένες σημερινές κοινωνίες που δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος» στη δυναμική της πάντοτε ανοιχτής στη δοκιμασία του κριτικού ελέγχου στοχοθεσίας.
Είναι αλήθεια πως ό,τι ονομάζουμε σήμερα «δημοσιότητα» σε διεθνές επίπεδο (δημόσιος λόγος, πληροφόρηση, κατεστημένα πρότυπα ψυχαγωγίας, νοο-τροπίας, συμπεριφορών) προβάλλει ως αυτονόητη εκδοχή της «ανάπτυξης» και της «προόδου» τις κοινωνίες τις απόλυτα υποταγμένες στους νόμους (ανεξέλεγκτες απαιτήσεις) της «ελεύθερης αγοράς». Είναι ο θρίαμβος του τύπου της κοινωνίας που ο Popper χαρακτήριζε «κλειστή»: στεγανά εγκλωβισμένη σε αυτάρεσκη αυτάρκεια και αρραγείς βεβαιότητες, με θεσμικά αποκλεισμένο κάθε ενδεχόμενο απόκλισης από την απόλυτη προτεραιότητα του απολυτοποιημένου καταναλωτισμού, κάθε πιθανότητα να εμφανιστούν απαιτήσεις για νοηματοδότηση του βίου με στοχοθεσίες ανυπότακτες στη δεσποτεία της αγοράς.
Στις «κλειστές» κοινωνίες σήμερα λειτουργούν τυπικά όλοι οι θεσμοί της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»: Πολυκομματισμός, σύνταγμα, κοινοβούλιο, ανεξάρτητες αρχές, τοπική αυτοδιοίκηση. Αλλά λειτουργούν οι θεσμοί με τους όρους και τον «τρόπο» της αγοράς: Τα κόμματα παράγουν (υποτίθεται) και διακινούν (σίγουρα) προϊόντα – προτάσεις διαχείρισης της οικονομίας. Τα κομματικά προϊόντα ανταγωνίζονται με τους όρους της εμπορικής διαφήμισης: ποιο θα ξεγελάσει δολιότερα τον καταναλωτή πολίτη. Το κόστος διαφήμισης των κομματικών προϊόντων είναι ιλιγγιωδώς το υψηλότερο της αγοράς, γι’ αυτό και η κομματική διαφήμιση χρηματοδοτείται (με το αζημίωτο) από τους ισχυρούς της αγοράς.
Οι δε ψηφοφόροι δίνουν την ψήφο τους ποντάροντας κυρίως στο ατομικό τους οικονομικό όφελος. Η κοινωνία, το «νόημά» της, οι στόχοι της δεν έχουν θέση στο πολιτικό σύστημα των «αναπτυγμένων» κοινωνιών.
Ετσι, όσοι ακόμα επιχειρούν να διασώσουν την κοινωνική δυναμική της κριτικής λειτουργίας του νου, αναπόφευκτα μάχονται στο σύνολό της την αγοραία λογική του πολιτικού συστήματος, το συνολικό σύμπτωμα εμπορευματοποίησης της πολιτικής. Γι’ αυτό λοιδορούνται ότι τα ξέρουν όλα, έχουν γνώμη για όλα. Αλλά η μετάβαση από τον «όνυχα» στον «λέοντα», από το επιμέρους σύμπτωμα στη γενικευμένη πιστοποίηση, δεν είναι οπωσδήποτε αυθαίρετη, όπως δεν είναι και κάθε γενικευμένη πρόβλεψη μια «οραματική προφητεία»:
Οταν το 2004 εκλέχθηκε θριαμβευτικά ο Κ. Καραμανλής ο βραχύς, ήταν λογικά προφανές, από την πρώτη κιόλας μέρα, ότι δεν μπορούσε η χώρα να περιμένει τίποτε από αυτόν. Από πού προέκυπτε η λογική προφάνεια; Από την κυβέρνηση που συγκρότησε, από τη λογική της σύνθεσής της: Δεν ήταν λογική που στόχευε στην αντιμετώπιση ή στη λύση προβλημάτων, η σύνθεσή της απέβλεπε να εξασφαλίσει εσωκομματικές ισορροπίες, να εξαγοράσει εσωκομματικές εύνοιες, να μοιράσει μπουναμάδες σε φιλαράκια. Οσοι τόλμησαν δημόσια να το καταγγείλουν, να προβλέψουν με ακρίβεια την ντροπή και τον διασυρμό που θα στιγμάτιζαν ιστορικά την κατάληξη και αυτής της «γαλάζιας παρένθεσης», λοιδορήθηκαν τότε σαν εμπαθείς, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι» ρομαντικοί ουτοπιστές.
Την πρόβλεψη την παράγει ο λογικός συμπερασμός, μαζί με την πείρα, την κεκτημένη ικανότητα αξιολόγησης της σημαντικής (και δυναμικής) των συμπτωμάτων. Και οι προβλέψεις που σωρεύονται για τον διάδοχο του βραχέος στην πρωθυπουργία συνεχίζουν να συνιστούν προφανέστατους λογικούς συμπερασμούς. Οχι προφητείες.
Από το πρωταρχικό αυτό πεδίο κριτικής λειτουργίας του νου πηγάζει όχι μόνο η ιεράρχηση των αναγκών αλλά και τα κριτήρια της ιεράρχησης – η διαφοροποίηση των κριτηρίων που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς. Οι πολιτισμοί διαφοροποιούνται επειδή διαφοροποιείται η ιεράρχηση των αναγκών, τα μέτρα – κριτήρια της ιεράρχησης, το «νόημα» (λόγος ή αλογία) από το οποίο αντλούνται τα μέτρα – κριτήρια. «Νόημα» είναι η ερμηνεία – αιτιολόγηση που δίνει ο άνθρωπος στην ύπαρξή του και στη συνύπαρξη, στο εγώ και στο έναντι.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα πρωτόγονων κοινωνιών ή κοινωνιών παρακμής είναι η «απώθηση» (ασυνείδητη άρνηση, παράκαμψη, απόρριψη), από την πλειονότητα, του ερωτήματος για «νόημα» της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Απώθηση, επομένως και παραίτηση (ανεπίγνωστη και αυτή) από την κριτική λειτουργία του νου, τη λογική των ιεραρχήσεων, της αξιολόγησης προτεραιοτήτων. Οι ανάγκες αποσυνδέονται από κριτικές ιεραρχήσεις, από στοχεύσεις με «νόημα»: αποσπώνται από κάθε λογικό πλαίσιο. Δικαιώνονται μόνο ενορμητικά: από τις ενστικτώδεις απαιτήσεις ηδονής, αυτοσυντήρησης, επιβολής.
Στις κοινωνίες αυτές, αν κάποιοι επιμένουν στην προτεραιότητα της λογικής, της κριτικής λειτουργίας του νου, σαν σε ανάχωμα στην αλογία της ζούγκλας, χαρακτηρίζονται σχετλιαστικά «διανοούμενοι», «οραματιστές της ουτοπίας». Το να ζητάνε ιεράρχηση των αναγκών, αξιολόγηση προτεραιοτήτων και «νόημα» γι’ αυτή την ιεράρχηση, τιτλοφορείται ευγενικά «αθεράπευτος ρομαντισμός». Το να επιδιώκουν κρίση και έλεγχο του ποσοστού πραγματοποίησης ζωτικών για τη λειτουργικότητα της κοινωνίας στόχων, καταγγέλλεται σαν «αναφορά και προσήλωση σε έναν τέλειο κόσμο, που η σύγκρισή του με την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης».
Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν στην προτεραιότητα της ανάγκης για κοινωνούμενη λογική, για κοινωνική επαλήθευση των κριτηρίων της λογικής, για «νόημα» των λογικών στόχων, «ρέπουν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία, θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». Είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός επιστητού». Ευτυχώς όμως που «οι σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος στους διανοούμενους αυτού του είδους».
Τέτοιες θεωρήσεις και αποτιμήσεις ευδοκιμούν πληθωρικά σε κοινωνίες παρακμής σήμερα ή παλιμβαρβαρικού πρωτογονισμού. Λοιδορούν την εμμονή στον κριτικό κοινωνιοκεντρισμό και προσπαθούν να τη διασύρουν σαν γραφική, εξωπραγματική. Αλλά, δυστυχώς, δεν διευκρινίζουν τι ακριβώς θεωρούν «ανάπτυξη» και πώς ορίζουν τις «αναπτυγμένες σημερινές κοινωνίες που δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος» στη δυναμική της πάντοτε ανοιχτής στη δοκιμασία του κριτικού ελέγχου στοχοθεσίας.
Είναι αλήθεια πως ό,τι ονομάζουμε σήμερα «δημοσιότητα» σε διεθνές επίπεδο (δημόσιος λόγος, πληροφόρηση, κατεστημένα πρότυπα ψυχαγωγίας, νοο-τροπίας, συμπεριφορών) προβάλλει ως αυτονόητη εκδοχή της «ανάπτυξης» και της «προόδου» τις κοινωνίες τις απόλυτα υποταγμένες στους νόμους (ανεξέλεγκτες απαιτήσεις) της «ελεύθερης αγοράς». Είναι ο θρίαμβος του τύπου της κοινωνίας που ο Popper χαρακτήριζε «κλειστή»: στεγανά εγκλωβισμένη σε αυτάρεσκη αυτάρκεια και αρραγείς βεβαιότητες, με θεσμικά αποκλεισμένο κάθε ενδεχόμενο απόκλισης από την απόλυτη προτεραιότητα του απολυτοποιημένου καταναλωτισμού, κάθε πιθανότητα να εμφανιστούν απαιτήσεις για νοηματοδότηση του βίου με στοχοθεσίες ανυπότακτες στη δεσποτεία της αγοράς.
Στις «κλειστές» κοινωνίες σήμερα λειτουργούν τυπικά όλοι οι θεσμοί της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»: Πολυκομματισμός, σύνταγμα, κοινοβούλιο, ανεξάρτητες αρχές, τοπική αυτοδιοίκηση. Αλλά λειτουργούν οι θεσμοί με τους όρους και τον «τρόπο» της αγοράς: Τα κόμματα παράγουν (υποτίθεται) και διακινούν (σίγουρα) προϊόντα – προτάσεις διαχείρισης της οικονομίας. Τα κομματικά προϊόντα ανταγωνίζονται με τους όρους της εμπορικής διαφήμισης: ποιο θα ξεγελάσει δολιότερα τον καταναλωτή πολίτη. Το κόστος διαφήμισης των κομματικών προϊόντων είναι ιλιγγιωδώς το υψηλότερο της αγοράς, γι’ αυτό και η κομματική διαφήμιση χρηματοδοτείται (με το αζημίωτο) από τους ισχυρούς της αγοράς.
Οι δε ψηφοφόροι δίνουν την ψήφο τους ποντάροντας κυρίως στο ατομικό τους οικονομικό όφελος. Η κοινωνία, το «νόημά» της, οι στόχοι της δεν έχουν θέση στο πολιτικό σύστημα των «αναπτυγμένων» κοινωνιών.
Ετσι, όσοι ακόμα επιχειρούν να διασώσουν την κοινωνική δυναμική της κριτικής λειτουργίας του νου, αναπόφευκτα μάχονται στο σύνολό της την αγοραία λογική του πολιτικού συστήματος, το συνολικό σύμπτωμα εμπορευματοποίησης της πολιτικής. Γι’ αυτό λοιδορούνται ότι τα ξέρουν όλα, έχουν γνώμη για όλα. Αλλά η μετάβαση από τον «όνυχα» στον «λέοντα», από το επιμέρους σύμπτωμα στη γενικευμένη πιστοποίηση, δεν είναι οπωσδήποτε αυθαίρετη, όπως δεν είναι και κάθε γενικευμένη πρόβλεψη μια «οραματική προφητεία»:
Οταν το 2004 εκλέχθηκε θριαμβευτικά ο Κ. Καραμανλής ο βραχύς, ήταν λογικά προφανές, από την πρώτη κιόλας μέρα, ότι δεν μπορούσε η χώρα να περιμένει τίποτε από αυτόν. Από πού προέκυπτε η λογική προφάνεια; Από την κυβέρνηση που συγκρότησε, από τη λογική της σύνθεσής της: Δεν ήταν λογική που στόχευε στην αντιμετώπιση ή στη λύση προβλημάτων, η σύνθεσή της απέβλεπε να εξασφαλίσει εσωκομματικές ισορροπίες, να εξαγοράσει εσωκομματικές εύνοιες, να μοιράσει μπουναμάδες σε φιλαράκια. Οσοι τόλμησαν δημόσια να το καταγγείλουν, να προβλέψουν με ακρίβεια την ντροπή και τον διασυρμό που θα στιγμάτιζαν ιστορικά την κατάληξη και αυτής της «γαλάζιας παρένθεσης», λοιδορήθηκαν τότε σαν εμπαθείς, «αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι» ρομαντικοί ουτοπιστές.
Την πρόβλεψη την παράγει ο λογικός συμπερασμός, μαζί με την πείρα, την κεκτημένη ικανότητα αξιολόγησης της σημαντικής (και δυναμικής) των συμπτωμάτων. Και οι προβλέψεις που σωρεύονται για τον διάδοχο του βραχέος στην πρωθυπουργία συνεχίζουν να συνιστούν προφανέστατους λογικούς συμπερασμούς. Οχι προφητείες.
Ετικέτες
Γιανναράς Χρήστος
Βιβλιοθήκη Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων
Στον ομώνυμο κόμβο της Βιβλιοθήκης Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων περιλαμβάνεται εκπαιδευτικό υλικό για την αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μπορεί να αποτελέσει ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για τους επιμορφωτές και τους εκπαιδευτικούς που συμμετέχουν στα προγράμματα επιμόρφωσης β' επιπέδου, στην ανεύρεση υλικού (εκπαιδευτικές δραστηριότητες) για την υλοποίηση της πρακτικής άσκησης/ εφαρμογής στην τάξη.
Στη βιβλιοθήκη αυτή, οι εκπαιδευτικοί έχουν τη δυνατότητα να «καταθέτουν» υλικό (σενάρια για εκπαιδευτικές δραστηριότητες και συνοδευτικό υλικό) χαρακτηρίζοντάς το με κατάλληλα μεταδεδομένα (πχ Δημιουργός/ Συγγραφέας, δικαιώματα, Λογισμικό που αξιοποιεί, Γλώσσα κ.α.) και να αναζητούν υλικό θέτοντας σύνθετα κριτήρια αναζήτησης.
Τώρα μπορείτε όλοι να βρείτε σενάρια και εκπαιδευτικές δραστηριότητες καθώς επίσης και να καταθέσετε τα δικά σας σενάρια. Οδηγίες θα βρείτε εδώ.
Καλή περιπλάνηση.
Ετικέτες
επιμόρφωση Β΄ επιπέδου,
ΤΠΕ,
ΤΠΕ εκπαίδευση φιλόλογοι
Δίολκος για 1500 χρόνια
Μια ταινία 22 λεπτών, δημιουργημένη με το σύστημα του animation (εικονοκινητική τεχνική) αναπαριστά με μοναδικό τρόπο το εξαιρετικό μνημείο τεχνικού πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας, τον Δίολκο: μια οδό από ξηράς για την μεταφορά πλοίων ανάμεσα στον Σαρωνικό και τον Κορινθιακό κόλπο κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου, τότε που δεν υπήρχε ο πορθμός. Η ταινία παρουσιάζει πολλές άλλες τεχνολογικές λεπτομέρειες, αλλά σκηνές της ζωής των ναυτικών εκείνης της μακρινής εποχής: τυχερό παιχνίδι, επίσκεψη στον ναό του Ποσειδώνα, γλέντι σε καπηλειό, καθώς και μια συναισθηματική συντυχία.
Πρόκειται για ένα έργο-συμβολή στην μελέτη της αρχαίας ελληνικής Τεχνολογίας, μια παραγωγή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας σε συνεργασία με την Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας.
Δημιουργοί της ταινίας είναι οι Θ.Π. Τάσιος, Ν. Μήκας, Γ. Πολύζος, οι οποίοι έχουν λάβει ως τώρα δύο βραβεία:
Καλύτερης ταινίας αναφερόμενης στην αρχαιότητα στο 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Κύπρο (Νοέμβριος 2009) και
Καλύτερης εκπαιδευτικής ταινίας στην 8η Διεθνή Συνάντηση Αρχαιολογικής Ταινίας του Μεσογειακού Χώρου στην Αθήνα (Μάιος 2010)
Η αφήγηση είναι του καθηγητή του ΕΜΠ, μηχανικού και φιλοσόφου κ. Θεοδόσιου Τάσσιου.
Καλό καλοκαίρι
Ας γνωρίζουμε όταν αφήνουμε ή πετάμε κάτι στη θάλασσα ότι:
- Πλαστικά, γυάλινα και μέταλλα κάνουν εκατοντάδες χρόνια να αποσυντεθούν.
- Μπαταρίες και ελαστικά απειλούν τον πλανήτη κι εμάς τους ίδιους.
- Σκουπίδια κάθε είδους καταλήγουν από την ξηρά στη θάλασσα μολύνοντας τις παραλίες που κολυμπάμε και τα ζώα που, ανυποψίαστα, τα καταναλώνουν ως τροφή.
Καλό καλοκαίρι σε όλες και όλους..
Ετικέτες
χαλάρωση
Καθηγητές Πληροφορικής στην Α'βάθμια Εκπαίδευση
Λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή βιβλιογραφία και εμπειρία σχετικά με το ζήτημα της εισαγωγής, ένταξης και αξιοποίησης των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στην Εκπαίδευση, ιδιαίτερα στην Πρωτοβάθμια, αλλά και την προσωπική μας επαφή με το χώρο και τους έλληνες εκπαιδευτικούς, έχουμε αναλάβει τα τελευταία χρόνια «εκστρατεία» ενημέρωσης και πραγματοποίησης καινοτόμων εφαρμογών, πάνω στις οποίες βασίζονται και οι σκέψεις που παραθέτουμε πιο κάτω, με αφορμή τις πιέσεις που γίνονται για απορρόφηση των αποφοίτων της Πληροφορικής ή και των καθηγητών με σχετική κατάρτιση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Η άποψή μας είναι ότι η τυχόν ανάθεση στους ειδικούς αυτής της κατηγορίας, οι οποίοι στερούνται παιδαγωγικού υπόβαθρου, να αναλάβουν την ένταξη των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση θα ήταν μια ατυχής και επικίνδυνη απόφαση, η οποία θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο το ήδη υπάρχον πρόβλημα της υστέρησης ως προς τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο δημοτικό μέσω της ένταξης των ΤΠΕ σε όλα τα μαθήματα, τις δραστηριότητες και τις λειτουργίες του σχολείου, κατά τρόπο που συνάδει με τα σύγχρονα παιδαγωγικά ιδεώδη και τις διαχρονικές παιδαγωγικές αντιλήψεις και αρχές της εκπαίδευσης.
Είναι όμως σημαντικό να κατανοηθεί ότι εκείνο που προσδίδει αξία στις ΤΠΕ είναι η παιδαγωγική μάλλον χρήση των δυνατοτήτων τους και όχι τόσο η τεχνολογική διάστασή τους καθ' εαυτή. Δεδομένου λοιπόν ότι στόχος της εισαγωγής των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση δεν είναι η διδασκαλία του υπολογιστή ως ξεχωριστού γνωστικού αντικειμένου, ούτε ο στείρος τεχνολογικός αλφαβητισμός, αλλά η παιδαγωγική του χρήση (μέσω της οποίας φυσικά επιτυγχάνεται έμμεσα και η τεχνολογική μάθηση), το πρόβλημα της αξιοποίησής του στο δημοτικό είναι πρωτίστως παιδαγωγικό και δευτερευόντως τεχνολογικό.
Όπως έχει ήδη φανεί, ο υπολογιστής είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί όχι μόνον ως ένα μαζικό εποπτικό μέσο διδασκαλίας και πηγή πληροφόρησης, αλλά και ως δυναμικό εργαλείο γνωστικής ανάπτυξης, χάρις στις πολλές και ποικίλες ιδιότητές του, που παρέχουν εξαιρετικές δυνατότητες για τη δημιουργία ενός γόνιμου και προωθημένου μαθησιακού περιβάλλοντος, το οποίο με την κατάλληλη διαμεσολάβηση του δασκάλου ευνοεί τη νοητική λειτουργία και την ανάπτυξη των μαθητών - αλλά και των εκπαιδευτικών - σε ανώτερα επίπεδα μάθησης και επικοινωνίας, καθώς και την εφαρμογή πολλών σύγχρονων παιδαγωγικών αρχών, που δεν ήταν εύκολο να υιοθετηθούν στο περιβάλλον της παραδοσιακής τάξης.
Αν θέλαμε να δούμε τις εκπαιδευτικές χρήσεις του υπολογιστή στο σχολείο θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στις παρακάτω κατηγορίες:
1. στη διδασκαλία της πληροφορικής ως ξεχωριστού γνωστικού αντικειμένου με στόχο την προώθηση του τεχνολογικού αλφαβητισμού και την απόκτηση προεπαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων στην αξιοποίηση του υπολογιστή ως πηγής και μέσου πληροφόρησης, καθώς και εποπτικού και επικοινωνιακού μέσου για την υποβοήθηση της διδασκαλίας και την ανάπτυξη μη συμβατικών τρόπων μάθησης στη χρήση του υπολογιστή ως γνωστικού και αναπτυξιακού εργαλείου στο πλαίσιο του σχολείου, αλλά και έξω από αυτό, αλλά και ως πεδίου επιστημονικής μελέτης για τη διερεύνηση γνωστικών δομών και μοντέλων της ανθρώπινης σκέψης.
2. στη χρήση του υπολογιστή ως μέσου διασκέδασης και άτυπης μάθησης. Δυστυχώς η πολιτεία μέχρι τώρα ενδιαφέρεται μόνο για την πρώτη εκπαιδευτική αξία του υπολογιστή (διδασκαλία του μαθήματος της πληροφορικής) και αγνοεί τις υπόλοιπες, προβαίνοντας σε ενέργειες που μαρτυρούν την ύπαρξη παρανοήσεων. Μια τέτοιου είδους άγνοια ή αγνόηση φαίνεται από τις εξής παρανοήσεις, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο μέχρι τώρα επίσημος εκπαιδευτικός σχεδιασμός: ο τρόπος με τον οποίο άρχισε η εισαγωγή των ΝΤ στη χώρα μας στα μέσα της δεκαετίας του '80, μαρτυρεί την υπερίσχυση μιας απλοϊκής τεχνοκεντρικής αντίληψης, που περιορίζεται στο στόχο της ανάπτυξης του τεχνολογικού αλφαβητισμού (στο Γυμνάσιο) ή της προ-επαγγελματικής κατάρτισης των μαθητών (στο Λύκειο) με την εισαγωγή στο σχολικό πρόγραμμα ενός ακόμη μαθήματος ξεχωριστής «ειδικότητας» και υποτιμά το ρόλο του υπολογιστή ως γνωστικού εργαλείου για την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε όλα τα μαθήματα.
3. Το γεγονός επίσης ότι η ένταξη των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση έχει παραμείνει στη χώρα μας μέχρι πρόσφατα έξω από κάθε επίσημο σχεδιασμό βασίζεται στην ιδέα ότι το μάθημα της Πληροφορικής δεν είναι τόσο απαραίτητο και κατάλληλο για τις μικρές ηλικίες. (Προφανώς δεν λαμβάνονται υπόψη τα μαθησιακά οφέλη από τις άλλες χρήσεις του υπολογιστή). Αυτό, κατά τη γνώμη μας, είναι σοβαρή παράλειψη όχι μόνον διότι μαρτυρά προχειρότητα και απουσία ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού σχεδιασμού, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι: α) πρόκειται για ένα άναρχο και μη σύμφωνο προς τα διεθνώς κρατούντα φαινόμενο, αφού από τη μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας φαίνεται ότι στις προηγμένες χώρες το βάρος του παιδαγωγικού ερευνητικού ενδιαφέροντος εξ αρχής επικεντρώθηκε στις μικρές, τις κατεξοχήν διαμορφώσιμες και θεμελιακές ηλικίες, κατά τις οποίες δημιουργούνται οι βάσεις κάθε είδους μάθησης. Γι' αυτό και οι σχετικές έρευνες, αλλά και οι πρώτες παιδαγωγικές εφαρμογές εκπαιδευτικού λογισμικού, είχαν συνήθως αποδέκτες το μαθητικό πληθυσμό της Α/βάθμιας Εκπαίδευσης, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλες σχεδόν τις θεωρίες της μάθησης β) η ανάπτυξη στη χώρα μας της παιδαγωγικής επιστήμης και των εφαρμογών της στο νέο αυτό τομέα (Πληροφορική στην Εκπαίδευση) δεν αφορά μόνο την ευκαιριακή κατανάλωση ενός τεχνολογικού ή επιστημονικού προϊόντος, αλλά και τον εκπαιδευτικό πειραματισμό, τη δημιουργία δικής μας εμπειρίας και παράδοσης, καθώς και ένα προγραμματισμό πνοής στο συγκεκριμένο τομέα. Διότι, αν μετά από δέκα χρόνια, για παράδειγμα, εισήγοντο οι υπολογιστές στο Δημοτικό, θα ήταν τότε πλέον αργά να αναζητούμε έμπειρους επιστήμονες που θα χρειαζόταν να πατούν στο γόνιμο έδαφος μιας πλούσιας επιστημονικής και πολιτιστικής παράδοσης στο δικό μας κοινωνικό πλαίσιο, μετά από την απαιτούμενη διαδικασία της αξιολόγησης των πρώτων εφαρμογών, την επακόλουθη διόρθωση των λαθών και, ενδεχομένως, την κριτική αναθεώρηση της ασκούμενης πολιτικής.
4. οι βασικές αποφάσεις για τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής πάρθηκαν από επιστημονικές επιτροπές στο ΥΠΕΠΘ, τα μέλη των οποίων προέρχονταν ως επί το πλείστον από άσχετα με τις επιστήμες της αγωγής και της εκπαίδευσης πανεπιστημιακά τμήματα ή τομείς (πολυτεχνικά, γεωπονικά κ.ά)
5. πιστεύουν οι υπεύθυνοι φορείς του υπουργείου ότι είναι δυνατόν να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα μία κατάρτιση των εκπαιδευτικών, όπως είναι αυτή της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» (που περιορίζεται στην καθαρά τεχνική διάσταση της εισαγωγής τους σε έναν υποτυπώδη τεχνολογικό αλφαβητισμό και που πραγματοποιείται σε χρηστικό κενό) χωρίς την παράλληλη εκπαίδευσή τους με εμπειρίες παιδαγωγικών εφαρμογών και δοκιμής νέων διδακτικών προσεγγίσεων και ρόλων, (ωσάν να επρόκειτο για κατάρτιση άλλου είδους επαγγελματιών, π.χ., γραμματέων, υπαλλήλων γραφείου, ιδιωτών κτλ.) παρά τη συνεχή δημόσια κριτική και την πληθώρα των επισημάνσεων από σχετικούς πανεπιστημιακούς φορείς και μελετητές, που υποστηρίζουν ότι τέτοιου είδους καταρτίσεις των εκπαιδευτικών, δεν έχουν αποτέλεσμα και δεν ενδείκνυνται.
6. δεν έχουν αντιληφθεί επίσης οι φορείς αυτοί ότι στη χώρα μας, όπως συμβαίνει και στο εξωτερικό, έχει αρχίσει – και πρέπει να ενισχυθεί - η προσπάθεια να παράγονται από τα παιδαγωγικά τμήματα ειδικότητες κατάλληλες για την εκπαίδευση, επιστήμονες δηλαδή που είτε έχουν ως βασικές σπουδές τα παιδαγωγικά και αποκτούν διετή ή και ετήσια τεχνολογική κατάρτιση στενά συνδεδεμένη με περισσότερο προωθημένη μάθηση πάνω στη διδακτική θεωρία και πράξη, είτε έχουν επιστημονική τεχνολογική κατάρτιση και αποκτούν συμπληρωματικά και την παιδαγωγική, στην οποία προσαρμόζουν τις πρότερες γνώσεις τους. Με την τεχνικίστικη αντίληψη που έχουν όμως, θεώρησαν ότι οι επιστήμονες της πρώτης από τις προαναφερθείσες κατηγορίες δεν πρέπει να γίνονται δεκτοί ως επιμορφωτές στα προγράμματα της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» (παρόλο που είναι οι πλέον κατάλληλοι, εφόσον μάλιστα διαθέτουν επί πλέον διδακτική και ερευνητική εμπειρία,) και έδωσαν το προβάδισμα στους έχοντες προσόντα τεχνολογικής εκπαίδευσης και (τεχνολογικής) διδακτικής εμπειρίας. Αν τελικά, μετά από επανειλημμένες δικές μας προσπάθειες, έγινε δεκτός και ένας αριθμός επιστημόνων ΄της πρώτης κατηγορίας, αυτό εκλήφθηκε ότι έγινε κατά παραχώρηση!
7. φλερτάρουν με τις προτάσεις ορισμένων επιστημονικών ομάδων να γίνει μια αρχή εισαγωγής της Πληροφορικής στο δημοτικό διορίζοντας αποφοίτους της Πληροφορικής, που δεν έχουν σχέση με τις παιδαγωγικές και διδασκαλικές σπουδές, κάτι, που ήταν στα σχέδια της προηγούμενης Κυβέρνησης που ευτυχώς που δεν είχε υλοποιηθεί, όμως με την ενδεχόμενη επικράτηση μιας συντεχνιακής νοοτροπίας που επιδιώκει την επαγγελματική αποκατάσταση των ειδικών της Πληροφορικής, σε συνδυασμό με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι ιθύνοντες την αξιοποίηση των ΝΤ στην Εκπαίδευση, αποφασίστηκε να υλοποιηθεί από την νυν Κυβέρνηση. Τέτοιου είδους αντιλήψεις έχουν καθώς φαίνεται και διάφορες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι απόφοιτοι της Πληροφορικής, που πιέζουν για το διορισμό τους στο δημοτικό.
Ελπίζουμε να ευαισθητοποιηθούν οι επαγγελματικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και να συμβάλουν στην αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχόμενου, όχι μόνον για τους παραπάνω λόγους, αλλά για να μη συνεχιστεί η ιδέα ότι οποιοσδήποτε επιστήμονας είναι ικανός να αναλάβει τη διδασκαλία παιδιών (κάτι που ήδη γίνεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), ότι όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά, τόσο ευκολότερη είναι η διδασκαλία και ότι τα παιδαγωγικά είναι τόσο απλή υπόθεση που μπορεί να τα μάθει κανείς με λίγα σεμινάρια. Όπως επισημάνθηκε και πιο πάνω, η συνεχώς διογκούμενη διεθνής και ελληνική βιβλιογραφία έχει ήδη δείξει ότι οι δυνατότητες των ΤΠΕ μπορούν να αξιοποιηθούν για μια σημαντική αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο σχολείο (κατ' επέκταση και της κοινωνίας) κάτω όμως από ορισμένες προϋποθέσεις που, όταν απουσιάζουν, είναι δυνατόν να οδηγήσουν ακόμη και στην ενίσχυση, αντί της υπέρβασης, ορισμένων ανεπιθύμητων χαρακτηριστικών και αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης.
Η δημιουργική αξιοποίηση του υπολογιστή ως γνωστικού εργαλείου βρίσκει εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπου η πίεση της προετοιμασίας για ανώτερες ακαδημαϊκές σπουδές δεν είναι τόσο μεγάλη, ενώ οι δάσκαλοι, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, έχουν αποκτήσει ορισμένες βασικές παιδαγωγικές γνώσεις και διδάσκουν όλα σχεδόν τα μαθήματα έχοντας πολλές ώρες τους ίδιους μαθητές μέσα στην τάξη. Έχουν επομένως πολλές ευκαιρίες για οργανωμένη χρήση του υπολογιστή και μάλιστα για την εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, της διερευνητικής και της ομαδοσυνεργατικής μάθησης, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι συνάδελφοί τους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Mία από τις προτεραιότητες του εκπαιδευτικού σχεδιασμού λοιπόν πρέπει να είναι η επέκταση της εισαγωγής των ΤΠΕ και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, με μια μορφή όμως πολύ διαφορετική από αυτή που επιχειρήθηκε στο Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Ασφαλώς υπάρχουν πολλά μοντέλα σταδιακής ένταξης των ΤΠΕ στη μαθησιακή διαδικασία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όμως ένα μοντέλο που βασίζεται σε τεχνοκεντρικές αντιλήψεις σχετικά με την εισαγωγή των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση είναι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία και την άποψη όλων σχεδόν των έγκριτων μελετητών της χώρας μας, καταδικασμένο σε αποτυχία και χωρίς αναγεννησιακή πνοή για την υπόθεση της Παιδείας στην εποχή μας.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι πώς να τοποθετήσουμε ειδικούς της Πληροφορικής για να «μάθουν κομπιούτερ» τα παιδιά, αλλά πώς θα μάθουν όλοι οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί στο πλαίσιο οργανωμένων, ολοκληρωμένων και βιώσιμων προγραμμάτων να αξιοποιούν τις ΤΠΕ για να γίνουν καλύτεροι δάσκαλοι απελευθερώνοντας τις δικές τους αναπτυξιακές δυνάμεις, αλλά και εκείνες των μαθητών τους και να συμβάλουν, ο καθένας με τον τρόπο του και τους ρυθμούς του, στην πραγματοποίηση μιας εκ των έσω ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και ανάπτυξης.
Η μέχρι τώρα εμπειρία μου από πιλοτικά, επιμορφωτικά και μεταπτυχιακά προγράμματα εκπαιδευτικών στα οποία υπήρξα υπεύθυνος ή επιστημονικός συνεργάτης με έχει πείσει ότι οι δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολύ επιδεκτικοί στην υιοθέτηση και περαιτέρω ανάπτυξη ενός παιδαγωγικού μοντέλου ένταξης και αξιοποίησης των ΤΠΕ στο δημοτικό, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας, όσο και της εφαρμογής.
Οι δάσκαλοι που γνωρίσαμε όχι μόνον δεν υστερούν από εκείνους άλλων ανεπτυγμένων χωρών – παρά τη μέχρι τώρα υποβάθμιση του ρόλου τους από το εκπαιδευτικό μας σύστημα – αλλά στην πλειονότητά τους, και συχνά ανεξαρτήτως ηλικίας, επιδεικνύουν θετική στάση, δημιουργικότητα και παιδαγωγικό ενθουσιασμό, αρκεί τα εκπαιδευτικά προγράμματα στα οποία συμμετέχουν, να συνδυάζουν την τεχνολογική και παιδαγωγική κατάρτιση, να υιοθετούν σύγχρονες προσωποκεντρικές και συνεργατικές προσεγγίσεις μέσα σε ένα κλίμα αποδοχής, σεβασμού, αλληλεγγύης, αυτονομίας,, καθώς και παροχής εσωτερικών κινήτρων και προτύπων παραγωγής καινοτόμου έργου, που συνδέεται με τη διδακτική πράξη.
Το έργο τους παρουσιάζει χρόνο με το χρόνο βελτίωση και συχνά μας εκπλήσσει ευχάριστα, ενώ παράλληλα παρέχει και στους διδάσκοντες ευκαιρίες επαγγελματικής βελτίωσης, αφού η διδακτική γνώση και των πανεπιστημιακών δασκάλων – όπως εξ άλλου και όλων των εκπαιδευτικών - δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σε κοινωνικό κενό.(Προσωπικά μπορούμε να δηλώσουμε ότι χάρις στα προγράμματα των τελευταίων χρόνων, που μας έδωσαν την ευκαιρία να εργαστούμε με εκπαιδευτικούς όλων των κατηγοριών, μάθαμε πολλά πράγματα και έχουμε βγει βελτιωμένοι ως δάσκαλοι από την όλη εμπειρία).
Ασφαλώς δεν θα πρέπει να αποκλειστούν από το δικαίωμά τους να εργαστούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και οι επιστήμονες της πληροφορικής ή άλλων ειδικοτήτων που προορίζονται για την εκπαίδευση στη θέση του υπεύθυνου της τεχνολογικής υποστήριξης του σχολείου, ενός ρόλου που φάνηκε και από το πιλοτικό πρόγραμμα της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ, το επονομαζόμενο «ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ», ότι είναι πολύ χρήσιμος, δεδομένου ότι οι δάσκαλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν και να αναλαμβάνουν την επίλυση των πολλών και ποικίλων τεχνολογικών προβλημάτων της λειτουργίας των εργαστηρίων.
Ο επιστήμονας αυτός, εκτός του ότι θα υποστήριζε τεχνολογικά ομάδα σχολείων, θα μπορούσε επίσης να πραγματοποιεί εισαγωγικά τεχνολογικά σεμινάρια ενδοσχολικής και πολλαπλασιαστικής μορφής σε μικρές εθελοντικές ομάδες εκπαιδευτικών και να ενημερώνει εκπαιδευτικούς στις νέες εξελίξεις. Χρειάζεται όμως προσοχή, γιατί δεν είναι δύσκολο, αφού «βάλουν το πόδι τους» στο δημοτικό, να αποφασίσουν κάποιοι πολιτικοί ιθύνοντες, ή και οι ίδιοι οι δάσκαλοι που διστάζουν να ασχοληθούν με τις νέες τεχνολογίες, ότι είναι πιο βολικό να παίξουν οι επαγγελματίες αυτοί και άλλους διδακτικούς ρόλους, που υποκαθιστούν το δάσκαλο.
Πηγή: www.adraptis.com
Η άποψή μας είναι ότι η τυχόν ανάθεση στους ειδικούς αυτής της κατηγορίας, οι οποίοι στερούνται παιδαγωγικού υπόβαθρου, να αναλάβουν την ένταξη των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση θα ήταν μια ατυχής και επικίνδυνη απόφαση, η οποία θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο το ήδη υπάρχον πρόβλημα της υστέρησης ως προς τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο δημοτικό μέσω της ένταξης των ΤΠΕ σε όλα τα μαθήματα, τις δραστηριότητες και τις λειτουργίες του σχολείου, κατά τρόπο που συνάδει με τα σύγχρονα παιδαγωγικά ιδεώδη και τις διαχρονικές παιδαγωγικές αντιλήψεις και αρχές της εκπαίδευσης.
Είναι όμως σημαντικό να κατανοηθεί ότι εκείνο που προσδίδει αξία στις ΤΠΕ είναι η παιδαγωγική μάλλον χρήση των δυνατοτήτων τους και όχι τόσο η τεχνολογική διάστασή τους καθ' εαυτή. Δεδομένου λοιπόν ότι στόχος της εισαγωγής των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση δεν είναι η διδασκαλία του υπολογιστή ως ξεχωριστού γνωστικού αντικειμένου, ούτε ο στείρος τεχνολογικός αλφαβητισμός, αλλά η παιδαγωγική του χρήση (μέσω της οποίας φυσικά επιτυγχάνεται έμμεσα και η τεχνολογική μάθηση), το πρόβλημα της αξιοποίησής του στο δημοτικό είναι πρωτίστως παιδαγωγικό και δευτερευόντως τεχνολογικό.
Όπως έχει ήδη φανεί, ο υπολογιστής είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί όχι μόνον ως ένα μαζικό εποπτικό μέσο διδασκαλίας και πηγή πληροφόρησης, αλλά και ως δυναμικό εργαλείο γνωστικής ανάπτυξης, χάρις στις πολλές και ποικίλες ιδιότητές του, που παρέχουν εξαιρετικές δυνατότητες για τη δημιουργία ενός γόνιμου και προωθημένου μαθησιακού περιβάλλοντος, το οποίο με την κατάλληλη διαμεσολάβηση του δασκάλου ευνοεί τη νοητική λειτουργία και την ανάπτυξη των μαθητών - αλλά και των εκπαιδευτικών - σε ανώτερα επίπεδα μάθησης και επικοινωνίας, καθώς και την εφαρμογή πολλών σύγχρονων παιδαγωγικών αρχών, που δεν ήταν εύκολο να υιοθετηθούν στο περιβάλλον της παραδοσιακής τάξης.
Αν θέλαμε να δούμε τις εκπαιδευτικές χρήσεις του υπολογιστή στο σχολείο θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στις παρακάτω κατηγορίες:
1. στη διδασκαλία της πληροφορικής ως ξεχωριστού γνωστικού αντικειμένου με στόχο την προώθηση του τεχνολογικού αλφαβητισμού και την απόκτηση προεπαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων στην αξιοποίηση του υπολογιστή ως πηγής και μέσου πληροφόρησης, καθώς και εποπτικού και επικοινωνιακού μέσου για την υποβοήθηση της διδασκαλίας και την ανάπτυξη μη συμβατικών τρόπων μάθησης στη χρήση του υπολογιστή ως γνωστικού και αναπτυξιακού εργαλείου στο πλαίσιο του σχολείου, αλλά και έξω από αυτό, αλλά και ως πεδίου επιστημονικής μελέτης για τη διερεύνηση γνωστικών δομών και μοντέλων της ανθρώπινης σκέψης.
2. στη χρήση του υπολογιστή ως μέσου διασκέδασης και άτυπης μάθησης. Δυστυχώς η πολιτεία μέχρι τώρα ενδιαφέρεται μόνο για την πρώτη εκπαιδευτική αξία του υπολογιστή (διδασκαλία του μαθήματος της πληροφορικής) και αγνοεί τις υπόλοιπες, προβαίνοντας σε ενέργειες που μαρτυρούν την ύπαρξη παρανοήσεων. Μια τέτοιου είδους άγνοια ή αγνόηση φαίνεται από τις εξής παρανοήσεις, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο μέχρι τώρα επίσημος εκπαιδευτικός σχεδιασμός: ο τρόπος με τον οποίο άρχισε η εισαγωγή των ΝΤ στη χώρα μας στα μέσα της δεκαετίας του '80, μαρτυρεί την υπερίσχυση μιας απλοϊκής τεχνοκεντρικής αντίληψης, που περιορίζεται στο στόχο της ανάπτυξης του τεχνολογικού αλφαβητισμού (στο Γυμνάσιο) ή της προ-επαγγελματικής κατάρτισης των μαθητών (στο Λύκειο) με την εισαγωγή στο σχολικό πρόγραμμα ενός ακόμη μαθήματος ξεχωριστής «ειδικότητας» και υποτιμά το ρόλο του υπολογιστή ως γνωστικού εργαλείου για την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε όλα τα μαθήματα.
3. Το γεγονός επίσης ότι η ένταξη των ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση έχει παραμείνει στη χώρα μας μέχρι πρόσφατα έξω από κάθε επίσημο σχεδιασμό βασίζεται στην ιδέα ότι το μάθημα της Πληροφορικής δεν είναι τόσο απαραίτητο και κατάλληλο για τις μικρές ηλικίες. (Προφανώς δεν λαμβάνονται υπόψη τα μαθησιακά οφέλη από τις άλλες χρήσεις του υπολογιστή). Αυτό, κατά τη γνώμη μας, είναι σοβαρή παράλειψη όχι μόνον διότι μαρτυρά προχειρότητα και απουσία ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού σχεδιασμού, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι: α) πρόκειται για ένα άναρχο και μη σύμφωνο προς τα διεθνώς κρατούντα φαινόμενο, αφού από τη μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας φαίνεται ότι στις προηγμένες χώρες το βάρος του παιδαγωγικού ερευνητικού ενδιαφέροντος εξ αρχής επικεντρώθηκε στις μικρές, τις κατεξοχήν διαμορφώσιμες και θεμελιακές ηλικίες, κατά τις οποίες δημιουργούνται οι βάσεις κάθε είδους μάθησης. Γι' αυτό και οι σχετικές έρευνες, αλλά και οι πρώτες παιδαγωγικές εφαρμογές εκπαιδευτικού λογισμικού, είχαν συνήθως αποδέκτες το μαθητικό πληθυσμό της Α/βάθμιας Εκπαίδευσης, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλες σχεδόν τις θεωρίες της μάθησης β) η ανάπτυξη στη χώρα μας της παιδαγωγικής επιστήμης και των εφαρμογών της στο νέο αυτό τομέα (Πληροφορική στην Εκπαίδευση) δεν αφορά μόνο την ευκαιριακή κατανάλωση ενός τεχνολογικού ή επιστημονικού προϊόντος, αλλά και τον εκπαιδευτικό πειραματισμό, τη δημιουργία δικής μας εμπειρίας και παράδοσης, καθώς και ένα προγραμματισμό πνοής στο συγκεκριμένο τομέα. Διότι, αν μετά από δέκα χρόνια, για παράδειγμα, εισήγοντο οι υπολογιστές στο Δημοτικό, θα ήταν τότε πλέον αργά να αναζητούμε έμπειρους επιστήμονες που θα χρειαζόταν να πατούν στο γόνιμο έδαφος μιας πλούσιας επιστημονικής και πολιτιστικής παράδοσης στο δικό μας κοινωνικό πλαίσιο, μετά από την απαιτούμενη διαδικασία της αξιολόγησης των πρώτων εφαρμογών, την επακόλουθη διόρθωση των λαθών και, ενδεχομένως, την κριτική αναθεώρηση της ασκούμενης πολιτικής.
4. οι βασικές αποφάσεις για τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής πάρθηκαν από επιστημονικές επιτροπές στο ΥΠΕΠΘ, τα μέλη των οποίων προέρχονταν ως επί το πλείστον από άσχετα με τις επιστήμες της αγωγής και της εκπαίδευσης πανεπιστημιακά τμήματα ή τομείς (πολυτεχνικά, γεωπονικά κ.ά)
5. πιστεύουν οι υπεύθυνοι φορείς του υπουργείου ότι είναι δυνατόν να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα μία κατάρτιση των εκπαιδευτικών, όπως είναι αυτή της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» (που περιορίζεται στην καθαρά τεχνική διάσταση της εισαγωγής τους σε έναν υποτυπώδη τεχνολογικό αλφαβητισμό και που πραγματοποιείται σε χρηστικό κενό) χωρίς την παράλληλη εκπαίδευσή τους με εμπειρίες παιδαγωγικών εφαρμογών και δοκιμής νέων διδακτικών προσεγγίσεων και ρόλων, (ωσάν να επρόκειτο για κατάρτιση άλλου είδους επαγγελματιών, π.χ., γραμματέων, υπαλλήλων γραφείου, ιδιωτών κτλ.) παρά τη συνεχή δημόσια κριτική και την πληθώρα των επισημάνσεων από σχετικούς πανεπιστημιακούς φορείς και μελετητές, που υποστηρίζουν ότι τέτοιου είδους καταρτίσεις των εκπαιδευτικών, δεν έχουν αποτέλεσμα και δεν ενδείκνυνται.
6. δεν έχουν αντιληφθεί επίσης οι φορείς αυτοί ότι στη χώρα μας, όπως συμβαίνει και στο εξωτερικό, έχει αρχίσει – και πρέπει να ενισχυθεί - η προσπάθεια να παράγονται από τα παιδαγωγικά τμήματα ειδικότητες κατάλληλες για την εκπαίδευση, επιστήμονες δηλαδή που είτε έχουν ως βασικές σπουδές τα παιδαγωγικά και αποκτούν διετή ή και ετήσια τεχνολογική κατάρτιση στενά συνδεδεμένη με περισσότερο προωθημένη μάθηση πάνω στη διδακτική θεωρία και πράξη, είτε έχουν επιστημονική τεχνολογική κατάρτιση και αποκτούν συμπληρωματικά και την παιδαγωγική, στην οποία προσαρμόζουν τις πρότερες γνώσεις τους. Με την τεχνικίστικη αντίληψη που έχουν όμως, θεώρησαν ότι οι επιστήμονες της πρώτης από τις προαναφερθείσες κατηγορίες δεν πρέπει να γίνονται δεκτοί ως επιμορφωτές στα προγράμματα της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» (παρόλο που είναι οι πλέον κατάλληλοι, εφόσον μάλιστα διαθέτουν επί πλέον διδακτική και ερευνητική εμπειρία,) και έδωσαν το προβάδισμα στους έχοντες προσόντα τεχνολογικής εκπαίδευσης και (τεχνολογικής) διδακτικής εμπειρίας. Αν τελικά, μετά από επανειλημμένες δικές μας προσπάθειες, έγινε δεκτός και ένας αριθμός επιστημόνων ΄της πρώτης κατηγορίας, αυτό εκλήφθηκε ότι έγινε κατά παραχώρηση!
7. φλερτάρουν με τις προτάσεις ορισμένων επιστημονικών ομάδων να γίνει μια αρχή εισαγωγής της Πληροφορικής στο δημοτικό διορίζοντας αποφοίτους της Πληροφορικής, που δεν έχουν σχέση με τις παιδαγωγικές και διδασκαλικές σπουδές, κάτι, που ήταν στα σχέδια της προηγούμενης Κυβέρνησης που ευτυχώς που δεν είχε υλοποιηθεί, όμως με την ενδεχόμενη επικράτηση μιας συντεχνιακής νοοτροπίας που επιδιώκει την επαγγελματική αποκατάσταση των ειδικών της Πληροφορικής, σε συνδυασμό με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι ιθύνοντες την αξιοποίηση των ΝΤ στην Εκπαίδευση, αποφασίστηκε να υλοποιηθεί από την νυν Κυβέρνηση. Τέτοιου είδους αντιλήψεις έχουν καθώς φαίνεται και διάφορες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι απόφοιτοι της Πληροφορικής, που πιέζουν για το διορισμό τους στο δημοτικό.
Ελπίζουμε να ευαισθητοποιηθούν οι επαγγελματικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και να συμβάλουν στην αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχόμενου, όχι μόνον για τους παραπάνω λόγους, αλλά για να μη συνεχιστεί η ιδέα ότι οποιοσδήποτε επιστήμονας είναι ικανός να αναλάβει τη διδασκαλία παιδιών (κάτι που ήδη γίνεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), ότι όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά, τόσο ευκολότερη είναι η διδασκαλία και ότι τα παιδαγωγικά είναι τόσο απλή υπόθεση που μπορεί να τα μάθει κανείς με λίγα σεμινάρια. Όπως επισημάνθηκε και πιο πάνω, η συνεχώς διογκούμενη διεθνής και ελληνική βιβλιογραφία έχει ήδη δείξει ότι οι δυνατότητες των ΤΠΕ μπορούν να αξιοποιηθούν για μια σημαντική αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο σχολείο (κατ' επέκταση και της κοινωνίας) κάτω όμως από ορισμένες προϋποθέσεις που, όταν απουσιάζουν, είναι δυνατόν να οδηγήσουν ακόμη και στην ενίσχυση, αντί της υπέρβασης, ορισμένων ανεπιθύμητων χαρακτηριστικών και αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης.
Η δημιουργική αξιοποίηση του υπολογιστή ως γνωστικού εργαλείου βρίσκει εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπου η πίεση της προετοιμασίας για ανώτερες ακαδημαϊκές σπουδές δεν είναι τόσο μεγάλη, ενώ οι δάσκαλοι, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, έχουν αποκτήσει ορισμένες βασικές παιδαγωγικές γνώσεις και διδάσκουν όλα σχεδόν τα μαθήματα έχοντας πολλές ώρες τους ίδιους μαθητές μέσα στην τάξη. Έχουν επομένως πολλές ευκαιρίες για οργανωμένη χρήση του υπολογιστή και μάλιστα για την εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, της διερευνητικής και της ομαδοσυνεργατικής μάθησης, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι συνάδελφοί τους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Mία από τις προτεραιότητες του εκπαιδευτικού σχεδιασμού λοιπόν πρέπει να είναι η επέκταση της εισαγωγής των ΤΠΕ και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, με μια μορφή όμως πολύ διαφορετική από αυτή που επιχειρήθηκε στο Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Ασφαλώς υπάρχουν πολλά μοντέλα σταδιακής ένταξης των ΤΠΕ στη μαθησιακή διαδικασία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όμως ένα μοντέλο που βασίζεται σε τεχνοκεντρικές αντιλήψεις σχετικά με την εισαγωγή των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση είναι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία και την άποψη όλων σχεδόν των έγκριτων μελετητών της χώρας μας, καταδικασμένο σε αποτυχία και χωρίς αναγεννησιακή πνοή για την υπόθεση της Παιδείας στην εποχή μας.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι πώς να τοποθετήσουμε ειδικούς της Πληροφορικής για να «μάθουν κομπιούτερ» τα παιδιά, αλλά πώς θα μάθουν όλοι οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί στο πλαίσιο οργανωμένων, ολοκληρωμένων και βιώσιμων προγραμμάτων να αξιοποιούν τις ΤΠΕ για να γίνουν καλύτεροι δάσκαλοι απελευθερώνοντας τις δικές τους αναπτυξιακές δυνάμεις, αλλά και εκείνες των μαθητών τους και να συμβάλουν, ο καθένας με τον τρόπο του και τους ρυθμούς του, στην πραγματοποίηση μιας εκ των έσω ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και ανάπτυξης.
Η μέχρι τώρα εμπειρία μου από πιλοτικά, επιμορφωτικά και μεταπτυχιακά προγράμματα εκπαιδευτικών στα οποία υπήρξα υπεύθυνος ή επιστημονικός συνεργάτης με έχει πείσει ότι οι δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολύ επιδεκτικοί στην υιοθέτηση και περαιτέρω ανάπτυξη ενός παιδαγωγικού μοντέλου ένταξης και αξιοποίησης των ΤΠΕ στο δημοτικό, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας, όσο και της εφαρμογής.
Οι δάσκαλοι που γνωρίσαμε όχι μόνον δεν υστερούν από εκείνους άλλων ανεπτυγμένων χωρών – παρά τη μέχρι τώρα υποβάθμιση του ρόλου τους από το εκπαιδευτικό μας σύστημα – αλλά στην πλειονότητά τους, και συχνά ανεξαρτήτως ηλικίας, επιδεικνύουν θετική στάση, δημιουργικότητα και παιδαγωγικό ενθουσιασμό, αρκεί τα εκπαιδευτικά προγράμματα στα οποία συμμετέχουν, να συνδυάζουν την τεχνολογική και παιδαγωγική κατάρτιση, να υιοθετούν σύγχρονες προσωποκεντρικές και συνεργατικές προσεγγίσεις μέσα σε ένα κλίμα αποδοχής, σεβασμού, αλληλεγγύης, αυτονομίας,, καθώς και παροχής εσωτερικών κινήτρων και προτύπων παραγωγής καινοτόμου έργου, που συνδέεται με τη διδακτική πράξη.
Το έργο τους παρουσιάζει χρόνο με το χρόνο βελτίωση και συχνά μας εκπλήσσει ευχάριστα, ενώ παράλληλα παρέχει και στους διδάσκοντες ευκαιρίες επαγγελματικής βελτίωσης, αφού η διδακτική γνώση και των πανεπιστημιακών δασκάλων – όπως εξ άλλου και όλων των εκπαιδευτικών - δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σε κοινωνικό κενό.(Προσωπικά μπορούμε να δηλώσουμε ότι χάρις στα προγράμματα των τελευταίων χρόνων, που μας έδωσαν την ευκαιρία να εργαστούμε με εκπαιδευτικούς όλων των κατηγοριών, μάθαμε πολλά πράγματα και έχουμε βγει βελτιωμένοι ως δάσκαλοι από την όλη εμπειρία).
Ασφαλώς δεν θα πρέπει να αποκλειστούν από το δικαίωμά τους να εργαστούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και οι επιστήμονες της πληροφορικής ή άλλων ειδικοτήτων που προορίζονται για την εκπαίδευση στη θέση του υπεύθυνου της τεχνολογικής υποστήριξης του σχολείου, ενός ρόλου που φάνηκε και από το πιλοτικό πρόγραμμα της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ, το επονομαζόμενο «ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ», ότι είναι πολύ χρήσιμος, δεδομένου ότι οι δάσκαλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν και να αναλαμβάνουν την επίλυση των πολλών και ποικίλων τεχνολογικών προβλημάτων της λειτουργίας των εργαστηρίων.
Ο επιστήμονας αυτός, εκτός του ότι θα υποστήριζε τεχνολογικά ομάδα σχολείων, θα μπορούσε επίσης να πραγματοποιεί εισαγωγικά τεχνολογικά σεμινάρια ενδοσχολικής και πολλαπλασιαστικής μορφής σε μικρές εθελοντικές ομάδες εκπαιδευτικών και να ενημερώνει εκπαιδευτικούς στις νέες εξελίξεις. Χρειάζεται όμως προσοχή, γιατί δεν είναι δύσκολο, αφού «βάλουν το πόδι τους» στο δημοτικό, να αποφασίσουν κάποιοι πολιτικοί ιθύνοντες, ή και οι ίδιοι οι δάσκαλοι που διστάζουν να ασχοληθούν με τις νέες τεχνολογίες, ότι είναι πιο βολικό να παίξουν οι επαγγελματίες αυτοί και άλλους διδακτικούς ρόλους, που υποκαθιστούν το δάσκαλο.
Πηγή: www.adraptis.com
Ετικέτες
ΤΠΕ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)